Την Κυριακή 14 Μαΐου 2017, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας κ. Ευστάθιος ιερούργησε στον Ι.Ν Αγίου Γεωργίου στον Βασσαρά. Εν συνεχεία τελέσθηκε τον τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνο του αείμνηστου Λεωνίδα Παπά. Για τον βίο και το έργο του άξιου Λάκωνα ομογενή εξεφώνησε επιμνημόσυνο λόγο ο ανηψιός του, Διευθυντής του 3ου Δημοτικού Σχολείου Σπάρτης, εκπαιδευτικός και συγγραφέας κ. Νικόλαος Κουφός. Ακολουθεί το ακριβές κείμενο του επιμνημόσυνου λόγου:
« Πάσα σαρξ χόρτος, και πάσα δόξα ανθρώπου ως άνθος χόρτου •
εξηράνθη ο χόρτος, και το άνθος εξέπεσε … »
Αυτή, η δραματικού περιεχομένου φράση,
Παναγιώτατε Δέσποτα,
σεβαστοί Πατέρες,
και αγαπητοί εν Χριστώ Αδελφοί,
υπαγορεύθηκε εκ της φωνής του Θεού προς τον θειότατον προφήτην Ησαΐαν, για να δηλώσει την ματαιότητα των εγκοσμίων και την αδυσώπητη μοίρα του θανάτου, που είναι για κάθε άνθρωπο αναπότρεπτη. Ο φιλοσοφημένος εκκλησιαστικός λόγος και η διδακτικότατη Ακολουθία του Ιερού Αρχιερατικού Μνημοσύνου, του αειμνήστου θείου μου, Λεωνίδα, που μόλις ακούσαμε, μας οδηγεί στην κατανόηση του γεγονότος της αιφνίδιας προς Κύριον εκδημίας του. Ένα γεγονός που βύθισε σε βαρύ πένθος την οικογένειά του, και λύπησε βαθιά τους συγγενείς, τους φίλους και όλους τους απανταχού της γης συμπατριώτες του.
Από τα βάθη των αιώνων, έρχονται παρηγορητικά, τα θεόπνευστα λόγια της Αγίας Γραφής, να σκεπάσουν τον πόνο, να απαλύνουν την οδύνη και να μας εξοικειώσουν με τη μνήμη του θανάτου :
« Ω θάνατε, αναφωνεί ο σοφός διδάσκαλος της Ιερουσαλήμ, Ιησούς υιός του Σειράχ, πόσον πικρά είναι η μνήμη σου εις άνθρωπον, ο οποίος ζει ειρηνικώς, εν μέσω των αγαθών του, εις άνθρωπον αμέριμνον και προοδεύοντα εις όλα, « ανδρί απερισπάστω και ευοδουμένω εν πάσι και έτι ισχύοντι επιδέξασθαι τροφήν », εις άνθρωπον δηλαδή ο οποίος έχει ακόμη αρκετή σωματική δύναμη και ευεξία για να τρέφεται και να παραμένει υγιής ! Εις την συνέχειαν δε του αποφθεγματικού του λόγου, ο ίδιος ιερός συγγραφέας, νουθετεί τους συγκαιρινούς του αλλά και κάθε έναν από εμάς : « Ω άνθρωπε, μη φοβείσαι την ώραν του θανάτου. Ενθυμού εκείνους, οι οποίοι υπήρξαν προ σου και αυτούς που θα υπάρξουν έπειτα από σε. Εξ αυτού συμπέρανον ότι : Ο θάνατος είναι απόφασις του Κυρίου δι’ όλους τους ανθρώπους • … γι’ αυτό φρόντισε για το όνομά σου, γιατί είναι μετρημένες οι ημέρες της καλής ζωής, ενώ το καλό όνομα διαμένει εις τον αιώνα ».
Ο αείμνηστος θείος μου, Λεωνίδας Παπάς, ήταν ένας από αυτούς που φρόντισαν για την καλή φήμη του ονόματός τους και ένας από τους άξιους νεκρούς, « που με τα έργα τους χτίζονται μνήμες ιερές / κι εκεί επάνω μύρια λούλουδα / φυλλορροούν σαν σιωπηλές σπονδές … ».
Τρίτο στη σειρά παιδί, από τα εννέα συνολικά του Γρηγορίου Παπά και της Αθηνάς Κατσαφούρου, τρισέγγονο από τη γραμμή της μητέρας του πατέρα του, του Καπετάνιου των Βασσαραίων κατά τον Ιερό Αγώνα του 1821, Αναγνώστη Οικονόμου. Γεννήθηκε στην αγκαλιά της φύσης, και είδε το φως του ουρανού, πριν από την ιερή μητρική μορφή. Το πρώτο κλάμα του έσμιξε με το θρόισμα των λιόδεντρων του χωριού του κι έγινε θριαμβικό τραγούδι για τον ερχομό της νέας ζωής. Επιστρέφοντας από το λιομάζωμα στη θέση Φλάκου, η επίτοκος μητέρα του και γιαγιά μου Αθηνά, με την πεθερά της Αικατερίνη, ένα κρύο απόβραδο του Δεκέμβρη του 1941, του πρώτου δίσεχτου, σκληρού και ανελέητου για τη ζωή των προγόνων μας χρόνου της ναζιστικής Κατοχής, εκδηλώθηκαν καθ’ οδόν, στην αρχή του κάμπου, τα συμπτώματα του άμεσου τοκετού. Τα ζώα οδηγήθηκαν αμέσως έξω απ’ τον δρόμο, αριστερά προς τον Άγιο Νικόλαο μέσα στο ρεματάκι. Εκεί, μακριά από τα μάτια των περαστικών, οι δυο γυναίκες που έτυχαν συνοδοιπόροι, η Βασίλω και η Αθηνά, σύζυγοι των αδελφών Ηλία και Γεωργίου Καζή, υποβοήθησαν την επίτοκο να κατέλθει εκ του ζώου εις το οποίο επέβαινε. Με την κίνηση αυτή, επήλθε φυσικά και αβίαστα, η γέννηση του βρέφους.
Το νεογέννητο, σπαργανώθηκε με κάποιο από τ’ αλατζένια φορέματα των ψύχραιμων και πρακτικών γυναικών, και η συντροφιά συνέχισε το δρόμο με έναν ακόμη άνθρωπο ανάμεσά της. Η είδηση είχε ήδη φθάσει στο χωριό και η μητέρα της λεχούς πλέον Αθηνάς, η προγιαγιά μας Μαρουδιά, με την τότε πενταετή μητέρα μου Αικατερίνη, προσέτρεξαν να τους προϋπαντήσουν. Όταν έφθασαν στην άκρη του οικισμού, στα Καταλώνια, είδαν τη νεαρή μητέρα να επιβαίνει επί του ζώου με το νεογέννητο στην ποδιά της, ως άλλη βρεφοφόρος Παναγιά, ταξιδεύουσα προς τη χώρα των Φαραώ. Οι δυο βοηθοί γυναίκες προπορευόμενες, ανάγγελλαν θριαμβευτικά προς τη Μαρουδιά : Έλα, σου το φέρνουμε έτοιμο τ’ αγόρι και το βαφτιστήρι μας !
Ο μικρός Λεωνίδας, μεγάλωσε με τα αδέλφια του, που ο αριθμός τους ολοένα και αυξανόταν, στο φτωχόσπιτο του πολυφαμελίτη πατέρα τους Γρηγόρη, με τη φροντίδα κυρίως της γιαγιάς τους Αικατερίνης, που έβραζε στο τζάκι τη μια τον τραχανά και την άλλη τις χυλοπίτες, ενώ στο φως του λαδοκάντηλου, ζωντάνευε στα μάτια των παιδιών, ο μύθος και το παραμύθι που εκείνη μολόγαγε, κατά τις χειμωνιάτικες νύχτες. Βρέθηκε από μικρός κοντά στη στάνη των γονέων του, ένιωσε τις πίκρες και τα βάσανα της ζωής του ξωμάχου και βίωσε τον φόβο από τα τραγικά εμφυλιοπολεμικά γεγονότα, που εκτυλίσσονταν στην περιοχή του χωριού μας.
Έμαθε τα εγκύκλια γράμματα στο Δημοτικό Σχολείο του Βασσαρά και ασκήθηκε για τη ζωή στον σκληρό αγροτοποιμενικό βίο της εποχής, χωρίς ωστόσο να εγκλωβισθεί σ’ αυτόν. Διάλεξε για σύντροφό του από την πρώτη νιότη του, την εκλεκτή της καρδιάς του, Παναγιώτα Σακελλάρη, μια δυναμική και άξια σύζυγο με την οποία συμπορεύθηκε σε όλο το μάκρος της ζωής του και αυτή με τη σειρά της, του χάρισε τα δυο υπέροχα παιδιά τους • τον Ανάργυρο και την Αρετή. Υπηρέτησε με πολύ δύσκολες συνθήκες, τη μακρόχρονη τότε στρατιωτική θητεία του, στην Ελληνοβουλγαρική μεθόριο, μέσα στο κλίμα της Ψυχροπολεμικής περιόδου και της απόλυτης ισχύος του στρατιωτικού δόγματος του « από βορράν κινδύνου ».
Υποδειγματικός οικογενειάρχης, εργατικός και φιλοπρόοδος, ανοίγει στον Βασσαρά επιχείρηση ως καταστηματάρχης στο ισόγειο του σπιτιού του, με όλα τα μέσα του τέλους της δεκαετίας του 1960 : Είχε την πινακίδα που έγραφε Οινοκρεοπωλείον Η ΚΛΗΜΑΤΑΡΙΑ Λεωνίδα Παπά, έβαζε στο πικάπ τραγούδια για την ψυχαγωγία των ανθρώπων, προμήθευε τους χωριανούς με φρέσκο κρέας, ενώ στα τραπεζάκια του οι θαμώνες, έσβηναν με το κρασί, τον κάματο της μέρας, ή έπνιγαν τον καημό του αποχωρισμού, λόγω της ξενιτιάς, που έπαιρνε συνεχώς, τον ανθό της νεολαίας του χωριού μας.
Όμως, το ρεύμα της μετανάστευσης, η ανάγκη και η ελπίδα του γλυκόπικρου καρπού της ξένης γης, πήρε μαζί του και τον θείο μου Λεωνίδα, ο οποίος έσφιξε την καρδιά και τη γροθιά του, πήρε την απόφαση κι έφυγε μιαν αυγή με την οικογένειά του και με μια βαλίτσα με τα ρούχα και τα όνειρά του. Στην Αμερική, βρήκε συμπαραστάτες τ’ αδέλφια της συζύγου του, αλλά δεν επαναπαύθηκε στην προσφορά τους. Εργάσθηκε σκληρά, προόδευσε οικονομικά, έγινε επαγγελματίας και σταδιακά αναδείχθηκε σε τολμηρό και διακεκριμένο επιχειρηματία της μεγαλούπολης των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, της Βοστόνης. Θαύμασα κατά το έτος 1984, όταν τον επισκεφθήκαμε με τη σύζυγό μου στην Αμερική, το πάθος του για την εργασία, την αυτοπειθαρχία, τις επαγγελματικές δεξιότητες στο πολυσύνθετο, ξενόγλωσσο και πολυάνθρωπο αστικό περιβάλλον, τη σύνεση και τη σωφροσύνη, την επιμονή και την ακατάβλητη θέληση για δημιουργία και συνεχή πρόοδο.
Στις ατελείωτες συζητήσεις μας, κατά τις τακτικές ανά έτος επισκέψεις του στη γενέθλια γη του Βασσαρά, με εντυπωσίαζε η άδολη καρδιά του, η φιλομάθειά του, η κριτική σκέψη του, οι πνευματικές αναζητήσεις του, η ακραιφνής χριστιανική πίστη και φιλοπατρία του και πολλές φορές, βλέποντας τη μορφή του, μου ερχόταν αυτόκλητα στον νου, τα αρχαία πρότυπα των Ελλήνων ηρώων.
Σεβαστέ και πολυαγαπημένε μου θείε,
Έφυγες, δυνατός, στητός και ολόρθος, αληθινό παλικάρι, όπως ήσουν ολοζωής. Η οικογένειά σου, εμείς οι συγγενείς σου, όλοι οι φίλοι και συμπατριώτες σου θα σε θυμόμαστε πάντοτε και θα προσευχόμαστε για σένα.
Ας είναι αιωνία η μνήμη σου και είθε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ο Αναστάς εκ νεκρών, να αναπαύσει την ψυχή σου στη χώρα των ζώντων και στις σκηνές των δικαίων !
Χριστός Ανέστη !