Skip to main content
search

Η κηρυγμένη ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο μονή της Αγίας Κυριακής μαζί με το μονοπάτι το οποίο αποτελεί την αυθεντική πρόσβαση σε αυτή, (Υ.Α. ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Β1/Φ30/ΚΗΡ/37615/1333/ 20.8.1999, ΦΕΚ 1748/15.9.1999) βρίσκεται βορειοανατολικά του οικισμού της Βαμβακούς σε απόσταση 3 χλμ. περίπου από αυτόν, και χωροθετείται στη βραχώδη και απόκρημνη παρειά λόφου εντός σπηλαιώδους διαμόρφωσης με νοτιοδυτικό προσανατολισμό.
Πρόκειται για οχυρό μοναστικό συγκρότημα που αποτελείται από το ναΰδριο της Αγίας Κυριακής, αμυντικό πύργο, σκήτη και οχυρή τοξωτή πύλη εισόδου, τα οποία αναπτύσσονται στο ευρύ άνοιγμα του σπηλαίου.
Το τμήμα του σπηλαίου εντός του οποίου βρίσκεται ο ναός φράσσεται με υψηλό τοιχίο από λιθοδομή. Στην όψη του ανοίγονται τέσσερα ορθογώνια παράθυρα, δύο εκατέρωθεν της θύρας εισόδου και δύο επάνω από αυτή, και μία σειρά από επιμήκεις θυρίδες στο ανώτερο τμήμα της τοιχοποιίας. Επάνω από την είσοδο του ναού διαμορφώνεται καταχύστρα δεξιά και αριστερά της οποίας έχει εντοιχιστεί σειρά λίθων με αδρά λαξευμένα και χρωματισμένα σχέδια (χρωματισμένοι σταυροί, το φεγγάρι, ο ήλιος). Η κεντρική είσοδος του ναού είναι υπερυψωμένη και η πρόσβαση σε αυτή επιτυγχάνεται μέσω νεωτερικής κλίμακας και εξώστη από οπλισμένο σκυρόδεμα. Μία δεύτερη θύρα ανοίγεται στο μέσον περίπου της στενής ανατολικής παρειάς της τοιχοποιίας διευκολύνοντας πιθανότατα την πρόσβαση στη δεύτερη στάθμη του ναού. Μεταγενέστερη προσθήκη στο ανατολικό τμήμα της πρόσοψης του ναού αποτελεί το τοξωτό κωδωνοστάσιο, το οποίο κοσμεί κεραμεική οδοντωτή ταινία πάνω από την τοξωτή απόληξη του ανοίγματος και αδρό λάξευμα με σύμβολο αποτροπαΐκού πιθανότατα χαρακτήρα. Εγχάρακτη επιγραφή το χρονολογεί στο έτος 1853.
Στο εσωτερικό του δεν διατηρεί γραπτό διάκοσμο. Το Ιερό Βήμα διαμορφώνεται υπερυψωμένο κατά μία κλίμακα σε κοίλωμα που αναπτύσσεται στο ανατολικό τμήμα του σπηλαίου και φράσσεται από κτιστό τέμπλο με δύο ανοίγματα. Η Αγία Τράπεζα είναι κτισμένη σε εσοχή του βράχου. Το δάπεδο του ναού καλύπτεται με μπετόν. Οι δοκοθυρίδες που ανοίγονται στην εσωτερική όψη της τοιχοποιίας τεκμηριώνουν την ύπαρξη και δεύτερης στάθμης στον κυρίως ναό με πιθανή πρόσβαση από τον αύλειο χώρο μέσω της ορθογώνιας θύρας που ανοίγεται ανατολικά. Η βραχώδης οροφή του ναΐσκου είναι μαυρισμένη εξαιτίας πυρκαγιάς που είχε πλήξει το μνημείο κατά το παρελθόν.
Ο τετραγωνικής κάτοψης πύργος υψώνεται δυτικά του ναού και διαμορφώνεται σε τέσσερις στάθμες με τις δύο κατώτερες σε χαμηλότερο επίπεδο από αυτό του αύλειου χώρου. Φέρει δύο τοξωτές θύρες εισόδου, μία στη δεύτερη στάθμη, από την οποία ορατό σήμερα είναι μόνο το τόξο στην απόληξή της, και μία στην τρίτη στάθμη υπερυψωμένη σε σχέση με το φυσικό έδαφος, την πρόσβαση στην οποία θα διευκόλυνε μικρή κλίμακα κατασκευασμένη πιθανότατα με ξύλινα στοιχεία. Στις τρεις εμφανείς όψεις του πύργου ανοίγονται δύο σειρές τοξωτών παραθύρων στις δύο ανώτερες στάθμες, πολεμοθυρίδες και μία καταχύστρα πάνω από τη δεύτερη θύρα. Εσωτερικά, η διαμόρφωση δοκοθηκών στην τοιχοποιία πιστοποιεί την ύπαρξη ξύλινου πατώματος μεταξύ των ορόφων. Η στέγη του πύργου δεν σώζεται, ενώ φθορές έχει υποστεί και η τοιχοποιία του. Ο πύργος ήταν σε χρήση μέχρι το 1852, οπότε εγκαταλείφθηκε μετά από πυρκαγιά, η οποία πιθανόν κατέστρεψε και το ναό. Η πρόσοψή του φαίνεται ότι ανεγέρθη ξανά ή επισκευάστηκε το επόμενο έτος (1853) από το μοναχό Διονύσιο, ο οποίος ασκήτευε στη μονή.
Η τοξωτή πύλη του συγκροτήματος νοτιοανατολικά του ναού αποτελεί τη μοναδική είσοδο στο μοναστικό συγκρότημα, ενώ το πάχος και το ύψος της τοιχοποιίας της προσδίδουν οχυρό χαρακτήρα στην κατασκευή. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η επιμελημένη δόμηση με λαξευμένους λίθους, η οποία διατηρείται στο μεγαλύτερο τμήμα της εξωτερικής όψης της πύλης. Επάνω από την τοξωτή απόληξή της εισόδου ανοίγεται μικρή κόγχη τετραγωνικής διατομής και λίγο ψηλότερα έχει εντοιχισθεί λίθινη πλάκα με αδρά λαξευμένο σταυρό. Τρεις ακόμα τετράπλευρες κόγχες ανοίγονται στην εσωτερική όψη της τοιχοποιίας.
Επάνω από την πύλη, μέσα σε κοιλότητα του βράχου έχει διαμορφωθεί λιθόκτιστη σκήτη, στεγασμένη με σχιστολιθικές πλάκες. Μικρό άνοιγμα στην όψη της κατασκευής επιτρέπει την είσοδο στο εσωτερικό της, ενώ την πρόσβαση σε αυτό διευκόλυναν πιθανότατα ξύλινη φορητή κλίμακα και οι δύο λίθινες πλάκες που εξέχουν της λιθοδομής. Στο μέσον περίπου της τοιχοποιίας έχει εντοιχισθεί λίθινη πλάκα με αδρά λαξευμένο σταυρό. Κτήτορας της σκήτης αναφέρεται ο μοναχός Δανιήλ Κατσίρης λίγο μετά τα μέσα του 19ου αιώνα.
Οι τοιχοποιίες των οικοδομημάτων που συνθέτουν το μοναστικό συγκρότημα συνίστανται σε αμελώς λαξευμένους λίθους με συνδετικό κονίαμα, ενώ επιμελέστερα κατεργασμένοι είναι οι γωνιόλιθοι των κτηρίων και τα λίθινα μέλη που πλαισιώνουν τα ανοίγματα του πύργου.
Το πλάτωμα του σπηλαίου που αποτελεί και τον αύλειο χώρο της μονής της Αγίας Κυριακής, οριοθετεί περίβολος από αμελώς λαξευμένους λίθους, ο οποίος εκτείνεται από τον πύργο μέχρι την πύλη του συγκροτήματος και κατέρχεται μέχρι του φυσικού βραχώδους εδάφους εξωτερικά του μοναστηριού. Ως προς τον αύλειο χώρο η τοιχοποιία είναι υπερυψωμένη κατά ένα μέτρο περίπου. Εμπρός από τον περίβολο διασώζονται τρεις λιθόκτιστοι πεσσοί.
Στο μοναστικό συγκρότημα οδηγεί στενό ανηφορικό μονοπάτι το οποίο ξεκινάει από τον αγροτικό δρόμο που υπάρχει στους πρόποδες του λόφου και αναπτύσσεται κατά μήκος της βραχώδους παρειάς του.
(Βιβλιογραφία: Φ. Κουκουλές, Ιστορία της Βαμβακούς, εν Αθήναις 1907, σ. 27-32)

(επιμέλεια κειμένου: Παναγιώτης Περδικούλιας, αρχαιολόγος)

 

Close Menu