Ομιλία του Μοναχού Σιλουανού, αδελφού της Ι. Μ. Αγ. Τεσσαράκοντα Σπάρτης,
εις τον κατανυκτικό εσπερινό της Γ΄ Κυριακής των Νηστειών.
Σεβασμιώτατε Ἅγιε Ποιμενάρχα μας κ. κ. Εὐστάθιε.
Σεβαστοὶ πατέρες κι ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,
Θὰ ἤθελα ἤδη στὴν ἀρχὴ τοῦ λόγου νὰ σᾶς εὐχαριστήσω, Σεβασμιώτατε Ποιμενάρχα μας, γιὰ τὴν τιμὴ πού μοῦ κάνετε νὰ μιλήσω σήμερα στὸν κατανυκτικὸ ἑσπερινό.
Τὸ θέμα ποὺ θὰ μᾶς ἀπασχολήσει σήμερα εἶναι ἡ πνευματικὴ νόσος καὶ φοβερὴ πτώση τοῦ φαρισαϊσμοῦ, ἤ ἀλλιῶς τῆς ὑποκρισίας.
Ἡ Ἁγία Γραφὴ εἶναι γεμάτη ἀπὸ προτροπὲς καὶ παραινέσεις γιὰ ἀποφυγὴ τῆς ὑποκρισίας, ἀρκεῖ νὰ θυμηθοῦμε τὰ φοβερὰ ἐκεῖνα «Οὐαί» τὰ ὁποῖα ἀπηύθυνε ἐναντίον τῶν ὑποκριτῶν Φαρισαίων τὸ ἀψευδὲς στόμα τοῦ Κυρίου, καὶ τὴν προτροπή Του νὰ εἶναι τὸ ναί μας ναί καὶ τὸ ὄχι μας ὄχι. Ἤ πάλι νὰ φέρουμε στὴν μνήμη μας τὸ γνωστὸ ψαλμικὸ στίχο : «πνεῦμα εὐθές ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου», ὁ ὁποῖος εἶναι μία προσευχὴ καὶ ἱκεσία γιὰ ἀπαλλαγή ἀπὸ τὴν ὑποκριτικὴ καὶ διφορούμενη στάση ζωῆς, καὶ γιὰ ὁλόψυχη ἀποδοχὴ τῆς εὐθύτητος καὶ εἰλικρινείας τῆς καρδιᾶς.
Συμφωνοῦμε λοιπὸν ὅτι ἡ Ἁγία Γραφὴ μὲ σωρεία καὶ ἄλλων χωρίων της τὰ ὁποῖα θὰ μπορούσαμε νὰ παραθέσουμε, καταδικάζει ἀπερίφραστα καὶ ἐλέγχει σκληρὰ τὴν ὑποκρισία.
Γιατί τὸ κάνει ὅμως αὐτό; Ὑπάρχει κάποιος κίνδυνος τόν ὁποῖο διαβλέπει καὶ σπεύδει ἀμέσως νὰ τὸν ἀποσοβήσει καὶ νὰ τὸν ἐξουδετερώσει; Πῶς ἡ ὑποκρισία συνιστᾷ ἀπειλὴ γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὶς ἀνθρώπινες κοινωνίες ἐν γένει;
Εἶναι φοβερό, ἀλλὰ ὡστόσο πέρα γιὰ πέρα ἀληθινὸ, ὅτι ἡ ὑποκρισία, αὐτὸ τὸ σύμπτωμα πνευματικῆς σήψης ἀνθρώπων καὶ κοινωνιῶν, διαθέτει τὴν τρομακτικὴ ἀρνητικὴ δύναμη νὰ ἀκυρώνει τὸ Εὐαγγέλιο τῆς σωτηρίας (ἂς θυμηθοῦμε τὴν φράση «ἀργεῖ τὸ Εὐαγγέλιον» ἀπὸ τὸν ὑπέροχο μεγάλο Κανόνα τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου Κρήτης), ἀκριβῶς ἐπειδὴ τὸ σχετικοποιεῖ, ἐπειδὴ τὸ ἑρμηνεύει κατὰ τὸ δοκοῦν.
Διότι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ὑποκρίνεται ἀπέναντι στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, μπορεῖ ὅμως νὰ ὑποκρίνεται καὶ ἀπέναντι στὸν Θεό, καὶ τὸ τραγικότερο ὅλων ἀπέναντι στὸν ἴδιο του τὸν ἑαυτό!
Μέσα σ’ αὐτὸ τὸ φαῦλο κύκλο τῆς ὑποκρισίας τὸ διακύβευμα δὲν εἶναι μικρό, εἶναι μεγάλο, πάρα πολὺ μεγάλο, καὶ αὐτὸ δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ θεμέλιο καὶ τὴ ρίζα τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, τὴν ἀγάπη. Πλήττεται ἡ ἀγάπη, ψύχεται ἡ ἀγάπη, μαραίνεται ἡ ἀγάπη. Τὰ μάτια ἑνὸς μικροῦ παιδιοῦ ποὺ δὲν ξέρει νὰ ὑποκρίνεται εἶναι φωτεινά, καθαρά, σὲ κοιτάζουν μὲ θάρρος, ἀκτινοβολοῦν τὴν ἀγάπη καὶ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ – ἄλλωστε «τῶν τοιούτων ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν».
Ὁ ὑποκριτὴς μπορεῖ νὰ σὲ ἐξαπατήσει στὴν ἀρχὴ προσποιούμενος καλοσύνη καὶ τιμιότητα, μὲ πόση πίκρα ὅμως θὰ σὲ ἀνταμείψει στὸ τέλος, ὅταν ἡ ἀλήθεια θὰ ἀποκαλυφθεῖ. Τότε ἡ ἐμπιστοσύνη στὸ πρόσωπό του θὰ κλονιστεῖ, τότε ὅλες οἱ γέφυρες ποὺ συνέδεαν τοὺς ἄλλους μαζί του θὰ κοποῦν, τότε ἡ ἀγάπη θὰ ψυγεῖ καὶ θὰ πληγωθεῖ.
Γιατί ὅμως ὁ ἄνθρωπος ὑποκρίνεται; Τί τὸν ὁδηγεῖ στὴν ἀπόκρυψη καὶ ἐξαφάνιση τοῦ ἀληθινοῦ ἑαυτοῦ του μπροστὰ στὸ ἐξεταστικὸ βλέμμα τοῦ ἀδερφοῦ του;
Τὸ ἐρώτημα αὐτὸ θὰ λάβει μία ἀπάντηση, ἂν ἐπαναδιατυπωθεῖ καὶ ἁπλὰ ἀναρωτηθοῦμε γιατί ὁ Θεὸς δὲν ὑποκρίνεται.
Ὁ Θεὸς δὲν ὑποκρίνεται γιατί δὲν ἔχει νὰ κρύψει τίποτα ἀπὸ κανέναν. Εἶναι ὅλος Φῶς («Φῶς Χριστοῦ φαίνει πᾶσι»), γιατί εἶναι ὅλος Ἀγάπη. Κι ἐπειδὴ εἶναι ὅλος Ἀγάπη εἶναι ἕτοιμος κάθε στιγμὴ νὰ θυσιάσει τὸν ἑαυτὸ Του γι’ αὐτοὺς ποὺ ἀγαπᾶ.
Ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει ἀγάπη, ἔχει ἰδιοτέλεια· δὲν εἶναι Φῶς, εἶναι γεμάτος σκιές. Ἡ ἰδιοτέλειά του τὸν κάνει ἀπρόθυμο γιὰ τὴ θυσία τῆς Ἀγάπης, καὶ γι’ αὐτὸ ἀδύναμο καὶ δειλὸ.
Ὁ Κύριος στὶς σχέσεις Του μὲ τὸν ἄνθρωπο εἶναι πάντοτε εὐθύς, εἰλικρινής, ἄμεμπτος, «Χρηστὸς καὶ εὐθὺς ὁ Κύριος, μακρόθυμος καὶ πολυέλεος », ἀναφωνεῖ ὁ προφητάναξ Δαυΐδ.
«Ὁδοὺς δεξιάς οἶδε, διεστραμμέναι δὲ εἰσίν οἱ εὐώνυμοι», θὰ ψάλλουμε στὸν Ὄρθρο τῆς Μεγάλης Τρίτης.
Ἐξάλλου, ὁ φιλαλήθης Θεός μας, ἡ πηγή τῆς Ἀληθείας καὶ ἡ Αὐτοαλήθεια «ἀπολεῖ πἀντας τούς λαλούντας τό ψεῦδος»!
Μπροστὰ στὴν μεγαλοσύνη τῆς εὐθύτητος, εἰλικρίνειας καὶ ἁπλότητος τοῦ Κυρίου ὅλοι ἐμεῖς οἱ σκιώδεις, διφορούμενοι, ἀμφίσημοι καὶ ὑποκριτικοί ἄνθρωποι ἰλιγγιοῦμε καί τρομάζουμε!
Ἡ ἔλλειψη ἀγάπης μᾶς κάνει δειλούς, ἀφαιρεῖ ἀπὸ τὴν ψυχή μας τὴν γενναιότητά της καὶ ἔτσι ἡ μόνη οἰκτρὴ λύση ποὺ ἀπομένει εἶναι ἡ προσποίηση καὶ ἡ ὑποκρισία.
Ἀπὸ τὸ Θεὸ εἶναι δύσκολο στὴν ἀρχὴ νὰ κρυφτοῦμε, γιατί ἡ συνείδησή μας, ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ μέσα μας, ἐπαναστατεῖ, σημαίνει συναγερμό, διαμαρτύρεται. Ἔτσι, προτιμᾶμε νὰ κρύψουμε τὸν ἀληθινό μας ἑαυτὸ ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, καὶ μὲ εὐκολία ἀρχίζουμε νὰ φορᾶμε ποικίλα προσωπεῖα, ἀρχίζουμε νὰ προσποιούμαστε καὶ νὰ ὑποκρινόμαστε. Μὲ τὸν καιρὸ μαθαίνουμε σιγὰ σιγὰ τοὺς ὅρους καὶ τὰ μυστικὰ αὐτοῦ τοῦ ἐλεεινοῦ παιγνιδιοῦ.
Ἡ συνείδησή μας ἀρχίζει νὰ ἀμβλύνεται καὶ νὰ πωρώνεται. Τώρα εἴμαστε σὲ θέση νὰ ὑποκριθοῦμε, ἀλλοίμονο, ἀκόμα καὶ ἀπέναντι τοῦ ἴδιου του Θεοῦ! Αὐτὸ τὸ τόλμημα συνιστᾶ μεγάλη πτώση καὶ μεγάλο κατρακύλισμα τῆς ψυχῆς μας.
Ὑποκρινόμενοι ἀπέναντι τοῦ φιλαλήθους καὶ εἰλικρινοῦς Θεοῦ καὶ Σωτῆρα μας, πόσων δακρύων δὲν γινόμαστε ἄξιοι! Πλέον ἔχουμε ἀρχίσει νὰ ὑποκρινόμαστε καὶ ἀπέναντι τοῦ ἑαυτοῦ μας πρᾶγμα τὸ ὁποῖο καθιστᾶ τελείως ἀδύνατη καὶ ἀνέφικτη τὴν αὐτογνωσία μας.
Ἂς ἐπιχειρήσουμε ὅμως νὰ δοῦμε τὸ πάθος αὐτὸ ἀπό πιὸ κοντά. Ὁ θεοφόρος ἀββᾶς Δωρόθεος λέει ὅτι ὑπάρχουν τρεῖς διαφορετικοὶ τρόποι γιὰ νὰ πεῖ κανεὶς ψέματα, μὲ ἄλλα λόγια νὰ ὑποκριθεῖ.
Ὁ ἕνας εἶναι τὸ νὰ πεῖ κανεὶς ψέματα μὲ τὸ νοῦ του, ὁ ἄλλος τὸ νὰ πεῖ ψέματα μὲ λόγια καὶ ὁ τρίτος τὸ νὰ πεῖ ψέματα μὲ ὁλόκληρη τὴ ζωή του. Ἐκεῖνος πού μὲ τὸ νοῦ του λέει ψέματα, εἶναι αὐτὸς ποὺ δέχεται τὶς ὑπόνοιες. Αὐτός, ἂν δεῖ κάποιον νὰ μιλάει μὲ ἕναν ἄλλον, ὑποψιάζεται καὶ λέει : «γιὰ μένα λένε». Καὶ ἂν σταματήσουν νὰ μιλᾶνε, πάλι ὑποψιάζεται ὅτι σταμάτησαν γι’ αὐτόν. Ἂν τοῦ πεῖ κάποιος μιά κουβέντα, ὑποψιάζεται ὅτι τὴν εἶπε ἐπίτηδες γιὰ νὰ τὸν στενοχωρήσει. Καί μέ ἕνα λόγο, σὲ κάθε πρᾶγμα ὑποψιάζεται τοὺς ἄλλους, λέγοντας : «γιὰ μένα τὸ κάνουν αὐτό, γιὰ μένα τὸ ‘παν ἐκεῖνο».
Αὐτὸς εἶναι ποὺ μὲ τὸ νοῦ του λέει ψέματα. Γιατί δὲν λέει τίποτε ἀληθινό, ἀλλὰ ὅλα εἶναι βασισμένα στὶς ὑποψίες. Ἀπὸ αὐτό τό λόγο γεννιοῦνται λοιπὸν περιέργειες, καταλαλιές, κρυφὰ ἀκούσματα, διαμάχες, κατακρίσεις.
Αὐτὴ ἡ ὑποψία καὶ προκατάληψη ποὺ δέχεται κανεὶς στὴν ψυχὴ του εἶναι ἔργο τοῦ πονηροῦ. Γιατί ἄρχισε μὲ τὸ ψέμα, δηλαδὴ χωρὶς νὰ ξέρει ὑποψιάστηκε αὐτὸ ποὺ δὲν ἤξερε.
Πῶς μπορεῖ λοιπὸν κακὸ δὲντρο νὰ κάνει καλοὺς καρπούς;
Ἐκεῖνος ποὺ ψεύδεται μὲ λόγια, συνεχίζει ὁ Ἀββᾶς Δωρόθεος, εἶναι αὐτὸς ποὺ ὅταν π.χ. κάποιος τὸν κατηγορήσει γιὰ κάτι, προσπαθεῖ ἐπὶμονα μὲ τὶς ἀντιρρήσεις του καὶ τίς ψευτοευγένειές του νά ἀνασκευάσει τὴν κατηγορία, μόνο καὶ μόνο γιατί δὲν ἀντέχει νὰ τὴ σηκώσει.
Τέλος, ἐκεῖνος ποὺ ψεύδεται μὲ τὴν ἴδια τὴ ζωή του, εἶναι αὐτὸς πού, ἐνῷ εἶναι ἄσωτος, προσποιεῖται ὅτι ἔχει ἐγκράτεια, ἢ εἶναι πλεονέκτης καὶ μιλάει γιὰ ἐλεημοσύνη καὶ ἐπαινεῖ τὴ συμπάθεια ἤ εἶναι ὑπερήφανος καὶ θαυμάζει τὴν ταπεινοφροσύνη. Αὐτὸς καταπιάνεται καὶ μιλάει γιὰ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴ θαυμάζει ἤ γιὰ νὰ σκεπάσει τὴ δική του ἀσχήμια -ἀφήνοντας νὰ ἐννοηθεῖ ὅτι δῆθεν κι αὐτὸς ἔχει κάποια σχέση μὲ τὴν ἀρετὴ- ἤ πολλὲς φορὲς γιὰ νὰ κάνει κακὸ καὶ νὰ παραπλανήσει τὸν ἀδελφό του.
Αὐτὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ψεύδεται μὲ ὁλόκληρη τὴ ζωή του. Αὐτὸς δὲν εἶναι ἀνθρώπους ἁπλός, ἀλλὰ διπρόσωπος. Ἄλλος εἶναι μέσα του καὶ διαφορετικὸς φαίνεται. Διπλή εἶναι καὶ ἐντελῶς ἀξιοπεριφρόνητη ὁλόκληρη ἡ ζωὴ του.
Αὐτὸ τὸ θλιβερὸ κρυφτούλι τοῦ ἑαυτοῦ μας μόνο σὲ φοβερὰ ἀδιέξοδα προσωπικά, ὑπαρξιακὰ καὶ κοινωνικὰ μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει.
Στὸν ὑποκριτή ἐξάλλου, ἡ δική του ἁμαρτία τοῦ φαίνεται ἀσήμαντη καί ἀνάξια προσοχῆς, θυμᾶται καὶ γνωρίζει μόνο τὰ καλά του ἔργα καὶ ἀποθέτει τὴν ἐλπίδα του σὲ αὐτά. Εἶναι κενὸς περιεχομένου. Ἀρέσκεται νὰ ἀπασχολεῖται μὲ τὶς ἐλλείψεις τῶν ἄλλων. Καὶ συγκρίνοντάς τες μὲ τὶς δικές του, βγάζει γιὰ τὸν ἑαυτὸ του ἕνα εὐχάριστο συμπέρασμα: βρίσκει τὶς δικές του ἁμαρτίες μικρὲς καὶ ἀσήμαντες.
Ὅποιος μαστίζεται ἀπὸ τὴν πάθηση τῆς ὑποκρισίας δὲν θὰ προκόψει ποτὲ πνευματικά. Τὸ χῶμα τοῦ χωραφιοῦ τῆς ψυχῆς του εἶναι ἄγονο. Δὲν θὰ δώσει ποτὲ καρπό. Γιὰ νὰ μᾶς δώσει πνευματικὴ καρποφορία, πρέπει τὴν καρδιά μας νὰ τὴν σκάψομε βαθιὰ μὲ τὸν αὐτοέλεγχο τῆς μετανοίας, καὶ νὰ τὴν ἁπαλύνομε, καὶ νὰ τὴν μαλακώσομε, μὲ τὴν καλοσύνη καὶ μὲ τὰ δάκρυα.
Ὁ φαρισαῖος τῆς παραβολῆς κοιτάζει τὸν ἑαυτό του, καὶ δὲν τοῦ βρίσκει τίποτα μεμπτὸ γιὰ νὰ τὸν σπρώξει στὴν μετάνοια, στὴν ἀνάγκη συντριβῆς. Ἀντίθετα τοῦ βρίσκει πολλά, ποὺ τὸν κάνουν νὰ αἰσθάνεται εὐχαριστημένος καὶ ἱκανοποιημένος ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Προβάλλει τὴν νηστεία του, τὴν ἐλεημοσύνη του καὶ νιώθει ἀσφαλὴς, ἥσυχος μὲ τὴ συνείδησή του ὅτι πάει πολὺ καλὰ πνευματικά. Ὑπάρχει, ἀδερφοί μου ἀγαπητοί, μία πολὺ ὡραία μάσκα. Ἐξωτερικὰ φαινόμεθα πνευματικοί καὶ ἐσωτερικὰ εἴμεθα σπήλαιο ληστῶν. Σκεπάζομε τὴν συνείδησή μας μὲ μόνα τὰ ἐξωτερικά μας ἔργα. Πολλὲς φορὲς λέμε κάτι σὲ ἕναν συνάνθρωπό μας καὶ ἐννοοῦμε ἄλλα. Στὴν ἐποχή μας ἡ ὑποκρισία ἔχει πάρει μορφὴ ἐπιδημίας. Προσπαθοῦμε νὰ παρουσιάζουμε ἕνα καλὸ ἑαυτὸ πρὸς τὰ ἔξω ἔχοντας φυσικά ἰδιοτελεῖς σκοποὺς καὶ μικροσυμφέροντα.
Ὅπως πολὺ σοφὰ λέγει καὶ ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας σὲ πρόσφατό του ἄρθρο : «στὶς μέρες μας, τὸ πρόσωπο, εἶναι εἶδος δυσδιάκριτο, ἔχει ὑποστεῖ φοβερὴ ἀλλοίωση. Μπορεῖ νὰ ζεῖ μία διπλὴ ζωὴ μὲ τὶς δύο ὄψεις ἄψογες. Μπορεῖ νὰ διαθέτει μία ζωὴ ποὺ τὴν χαρακτηρίζει ἡ καλοσύνη, ἡ εὐγένεια, ἡ προθυμία καὶ νὰ κάνει ἐπίσης σὲ ἄλλο τόπο καὶ σὲ ἄλλο χρόνο αἴσχη, ἀνήθικες καὶ ἀνέντιμες πράξεις ποὺ προσβάλλουν τὸν ἄνθρωπο καὶ ζημιώνουν τὸ συνάνθρωπο. Σὲ κάποιες στιγμὲς τὸν καμαρώνεις, τὸν θαυμάζεις καὶ τὸν ἐπαινεῖς καὶ σὲ ἄλλες στιγμὲς τὸν κοιτάζεις ἀπὸ τὰ νύχια ἕως τὴν κορυφὴ καὶ δὲν ἀναγνωρίζεις στὸ πρόσωπό του τὸν προηγούμενο ἄνθρωπο γιατί τὸ προσωπεῖο του εἶναι ἄριστα προσαρμοσμένο στὸ πρόσωπό του».
Ὁ ὑποκριτὴς ἐνῶ καμαρώνει γιὰ τὴν τήρηση τῶν ἐξωτερικῶν τύπων τῆς θρησκείας, καὶ γιὰ τὴν τέλεση μερικῶν ὀρατῶν καλῶν ἔργων, ποὺ τὰ κάνουν καὶ οἱ ἄθεοι, ὑπηρετεῖ δουλικὰ τὰ πάθη του ποὺ προσπαθεῖ νὰ τὰ κρύβει. Τὴν ἐκκλησία τὴν προσαρμόζει στὰ μέτρα του, ἀνάλογα μὲ αὐτὸ ποὺ τὸν ἐξυπηρετεῖ τὴν κατάλληλη στιγμή. Ἀφήνει τὶς ἐντολὲς ποὺ ἀποτελοῦν τὴν οὐσία τοῦ θείου νὸμου καὶ στρέφει ὅλη του τὴν προσοχὴ στὴ σχολαστικὴ τήρηση ἀστείων λεπτομερειῶν. Ὁ Κύριός μας λέγει χαρακτηριστικὰ στοὺς ὑποκριτὲς «Ἀποδεκατώνετε τὸ ἡδύοσμον καὶ τὸ ἂνηθον καὶ τό κύμινον καὶ ἀφήκατε τὰ βαρύτερα (δηλαδὴ τὰ πιὸ σημαντικὰ σημεῖα) τοῦ νόμου : τὴν κρίσιν καὶ τό ἔλεος καὶ τὴν πίστιν. Ὁδηγοί τυφλοί διϋλίζετε τὸν κώνωπα καὶ καταπίνετε τὴν κάμηλον». Καὶ αὐτὸ τὸ λέγει ὁ Κύριος γιὰ νὰ τονίσει ὅτι δῆθεν μποροῦμε νὰ διορθώσουμε τοὺς ἄλλους, ἐνῶ εἴμεθα τυφλοὶ κι ἀνάξιοι νὰ διορθώσουμε τὸν ἑαυτό μας.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος τονίζει ὅτι ἡ ὑποκρισία πολλὲς φορὲς στηρίζεται στὴν κενοδοξία. Μᾶς κάνει νὰ παίζουμε σ’ ἕνα παράξενο θέατρο μὲ κίνδυνο νὰ τὰ χάσουμε ὅλα ὅσα ἔχουμε. Εἶναι τὸ θέατρο τοῦ ἀνθρώπινου περιβάλλοντος στό ὁποῖο βρισκόμαστε κάθε φορά καί τό ὁποῖο μόνοι μας τὸ διαλέγουμε.
Ἄν, δηλαδή, εὑρισκόμεθα ἀνάμεσα σὲ κρύους ἀνθρώπους, σὲ ἀνθρώπους ποὺ δὲν δίνουν σὲ τίποτα σημασία, τὸ ρίχνομε κι ἐμεῖς ἔξω καί ἀδιαφοροῦμε.
Ἔχομε γύρω μας ἀνθρώπους, ποὺ τοὺς ἀρέσουν τὰ ἀστεῖα καὶ τὰ γέλια;
Γινόμεθα γελωτοποιοί.
Ἔχουμε γύρω μας ἀνθρώπους σοβαρούς, φιλοσοφημένους; Τὸ παίζομε φιλόσοφοι. Τραγικὸ, ἀδελφοί μου, κι ὅμως πραγματικό.
Τὸ πιὸ συνηθισμένο ἐπιχείρημα τοῦ ὑποκριτῆ τὸ πρῶτο βέλος ἐναντίον τοῦ πλησίον, εἶναι πὼς τάχα σκανδαλίσθηκε ἀπό τή συμπεριφορά του. Ἡ κατάκριση ἔρχεται μετά, σὰν φυσικὴ καί ἀναγκαία συνέπεια τοῦ τεχνητοῦ «σκανδάλου». Μὲ ἄλλα λόγια σκανδαλιζόμαστε, ὅταν κοιτάζουμε τὴν ἁμαρτία τοῦ πλησίον μας, σὰν νὰ ἦταν κάτι τὸ ἀπέραντα μεγάλο, δηλαδὴ τὴν κοιτάζουμε ἀρρωστημένα.
Ὁ σκανδαλισμὸς εἶναι γέννημα τῆς φιλαυτίας. Ἡ φιλαυτία θρονιάζεται στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ δὲν ἔχει ἀγάπη γιὰ τὸν πλησίον. Καὶ εἶναι ἔκφραση μίας ὄχι σωστῆς ἀγάπης γιὰ τὸν ἑαυτό μας. Αὐτὴ τὴν ἀρρώστια ὁ Κύριος τὴν παρομοίασε μὲ δοκό. Γιατί σὲ σύγκριση μὲ αὐτὴν, τὰ κάποια φανερὰ ἁμαρτήματα τοῦ πλησίον δὲν εἶναι παρὰ ἕνα μικρὸ «σαριδάκι», ἕνα «κάρφος».
«Μὴν κρίνετε, εἶπε ὁ Κύριος, καὶ δὲν θὰ κριθεῖτε. Γιατί μὲ ὅ,τι μὲτρο κρίνετε, μὲ τὸ ἴδιο θὰ κριθεῖτε. Καὶ μὲ ὅποιο μέτρο μετρεῖτε σεῖς, μὲ τὸ ἴδιο θὰ σᾶς μετρήσουν. Ὑποκριτή, βγάλε πρῶτα ἀπὸ τὸ δικό σου μάτι τὴ δοκὸ (δοκάρι), καὶ μετὰ ἀπασχολήσου νὰ βγάλεις καὶ τὸ μικρὸ σαριδάκι, τὸ κάρφος, ἀπὸ τὸ μάτι τοῦ ἀδελφοῦ σου.
Οἱ πατέρες μᾶς λέγουν ὅτι φάρμακο κατὰ τῆς ὑποκρισίας εἶναι ἡ αὐτομεμψία. Ὁ Ἅγιος Ποιμήν στὶς διδασκαλίες του πολὺ παραστατικά μᾶς λέει ὅτι ἐμεῖς καὶ οἱ ἀδελφοί μας, εἴμαστε σὰν δύο εἰκόνες. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ρίχνει μία ματιὰ στὸν ἑαυτό του βρίσκει ἐλλείψεις, ἐνῶ τὸν πλησίον του τὸν βρίσκει τέλειο. Καὶ ὅταν βρίσκει τὸν ἑαυτὸ του τέλειο, τότε, συγκρίνοντας τὸν ἀδελφό του μὲ τὸν ἑαυτό του, βρίσκει τὸν ἑαυτὸ του χειρότερο. Γιὰ αὐτὸ ὅλοι οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας ἔβλεπαν τὸν ἑαυτὸ τους ὡς τὸν μεγαλύτερο ἁμαρτωλό, ἐνῷ τοὺς ἁμαρτωλούς τούς ἔβλεπαν μὲ συμπάθεια καὶ ἀγάπη. Χωρὶς νὰ κρίνουν ποτὲ κανένα.
Πρέπει ἀκόμα νὰ ἀποφεύγουμε τὸν ἄκριτο θρησκευτικὸ ζῆλο πού οἱ πιὸ πολλοί τὸν φαντάζονται σὰν ζῆλο γιὰ τὴν εὐσέβεια. Ἐκεῖνος ποὺ κατακρίνει τὸν πλησίον του, ἁρπάζει τὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ, στόν Ὁποῖο μονάχα ἀνήκει ἡ ἐξουσία νά κρίνει «ζώντας καί νεκρούς» καί γίνεται ὁ ἴδιος κριτής. Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη βλασφημία ἀπὸ αὐτό. Νὰ παίρνομε δηλαδὴ τὴν κρίση ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, κι αὐτὸ ἀπὸ ἄκριτο ζῆλο.
Ἡ κατάκριση ἀκόμη καὶ ὅταν ἔρχεται σὰν ἔκφραση ζήλου γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὸ νόμο Του, δὲν ἀποτελεῖ παρὰ μία ἐπικίνδυνη ὑποτροπὴ τῆς φοβερῆς ἀρρώστιας τοῦ φαρισαϊσμοῦ. Ὁ ζῆλος ποὺ ὁδηγεῖ σὲ κατάκριση, εἶναι ζῆλος οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν.
Δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε ὅτι ὁ Θεὸς μπορεῖ ἄκοπα νὰ δώσει σὲ ὅποιον θέλει, ἀκόμα καί σέ ἐκεῖνον πού ἐμεῖς κατακρίνομε, οὐσιαστικὴ ἀρετή. Καὶ μάλιστα πολὺ μεγαλύτερη ἀπὸ ἐκείνη, ποὺ φανταζόμαστε πὼς ἔχουμε ἐμεῖς.
Ὅση ἀρετή ἔχομε, εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ καὶ ὅταν κατακρίνομε τόν πλησίον, τότε διώχνομε τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἀρχὴ τῆς κατὰ Θεὸν σοφίας εἶναι ἡ ἐπιείκεια καὶ ἡ πραότητα. Γιὰ νὰ τήν ἀποκτήσει ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ ἔχει μεγάλη καρδιά. Πρέπει νὰ ἔχει μεγαλοψυχία καὶ νὰ ἀνέχεται τὶς ἀτέλειες καὶ ἀδυναμίες τῶν ἀνθρώπων. Εἶναι μεγάλο λάθος νὰ κολλᾶμε στοὺς τύπους καὶ νὰ θυσιάζουμε τὴν οὐσία.
Μοιάζουμε μὲ αὐτὸ ποὺ λέγει ὁ Κύριος : οἱ ἀσπρισμένοι τάφοι, ἐξωτερικὰ λάμπουν, ἀλλὰ ἐσωτερικὰ εἶναι γεμάτοι ἀκαθαρσίες. Χρειάζεται ἐσωτερικὴ δουλειὰ νὰ καθαρίσουμε τοὺς ἑαυτούς μας ἀπὸ κάθε ρυτίδα καὶ σπῖλο, νὰ ταπεινωθοῦμε γιὰ νὰ τραβήξουμε τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου. Νὰ ἔχομε σπλάγχνα οἰκτιρμῶν. Νὰ ἀσχοληθοῦμε ἀποκλειστικὰ μὲ τὸν ἁμαρτωλὸ ἑαυτό μας καὶ ὄχι μὲ τὸ συνάνθρωπό μας. Τὰ καλά μας ἔργα πρέπει νὰ μείνουν κρυφά. Ἡ κατηγορία νὰ εἶναι μόνο γιὰ τὶς δικές μας ἁμαρτίες καὶ ὁ Κύριος θὰ γίνει ἔλεος γιὰ τὴ δική μας ζωή.
Ὁ Χριστός θέλει περισσότερο τήν καθαρότητα τῆς συνειδήσεώς μας, τήν εἰλικρίνειά μας καί ὄχι τίς ἐξωτερικές τυπικές μας συνήθειες. Ἡ κακία καί ἡ σκληρότητα δέν ἔχουν θέση στήν καρδιά τοῦ Χριστιανοῦ.Εἶναι στό χέρι μας νά βάλομε ἀρχή τώρα, πού διανύομε τήν Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή.
Νά ρίξομε τίς μάσκες. Νά παρουσιαστοῦμε αὐθεντικοί πρωτίστως ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί ἐνώπιον τῶν συνανθρώπων μας.
Ὁ Θεός οὐ μυκτηρίζεται (ὁ Θεός δέν κοροϊδεύεται). Ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως θά ἐκτεθοῦμε καί θά βρεθοῦμε ἀναπολόγητοι γιατί σέ αὐτή τή ζωή παίξαμε ἕνα πολύ ὡραῖο θέατρο μέ ἄριστη ἀπόδοση τοῦ ρόλου μας. Εἶναι καιρός νά ἀλλάξουμε πορεία. Ἡ γνησιότητα εἶναι ἡ σφραγίδα τῆς ἄλλης ζωῆς. Τό φῶς τοῦ Χριστοῦ ἄς φωτίσει ὅλους μας νά πορευθοῦμε μέ συντριβή καί ταπείνωση, χωρίς ὑποκρισίες καί φαρισαΐσμούς τό δρόμο πού βάδισε καί ἁγίασε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μας.
Εὐχηθεῖτε Σεβασμιώτατε Ἅγιε Ποιμενάρχα μας νά νικήσομε αὐτό τό φοβερό πάθος τό ὁποῖο μᾶς χωρίζει ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά νά ἀξιωθοῦμε τῆς Οὐρανίου Βασιλείας Του. Ἀμήν.