Σεβασμιώτατε ποιμενάρχα μας, πρίν προχωρήσω στήν ἀνάπτυξη τοῦ θέματός μας, θά ἦθελα νά Σᾶς ἐκφράσω υἱϊκές εὐχαριστίες γιά τήν τιμή πού μοῦ παρέχετε νά βρίσκομαι, γιά μιά ἀκόμη φορά, στό ὑπεύθυνο αὐτό βῆμα λόγου καί κατήχησης. Ὅμως, ἐκτός ἀπό τιμή αἰσθάνομαι καί μεγάλη εὐθύνη, ἀφοῦ ὁ λόγος δέν πρέπει νά ἐκφράζεται ὡς προϊόν μορφωτικῆς αὐταπάτης, ἀλλά ὡς λόγος ἀληθινά βιωματικός· κάτι, γιά τό ὁποῖο ἐπειδή τό στεροῦμαι ζητῶ ἐκ τῶν προτέρων συγγνώμη…
Σεβαστοί Πατέρες καί ἀγαπητοί ἀδελφοί, ὅπως ὅλοι γνωρίζουμε, ἡ κατανυκτική περίοδος τῆς ἐκκλησιαστικῆς λατρείας τήν ὁποία διανύουμε εἶναι περίοδος βαθύτερης καλλιέργειας τῆς πνευματικῆς ζωῆς… Εἶναι περίοδος εὐκαιρίας γιά ἐπαναφορά στό μέρος ἐκεῖνο ἀπό τό ὁποῖο οἱ μακρυνοί πρόγονοί μας, μέ τήν ἐγωιστική διαχείριση τῆς ζωῆς τους, μᾶς καταδίκασαν καί ἀπεμάκρυναν στήν ἐξορία τοῦ χρόνου καί τήν παθολογική κατάντια τῶν δερματίνων χιτώνων. Εἶναι, ἀκόμη, ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, περίοδος ἐντατικῆς σωματικῆς ἄσκησης καί πνευματικῆς περισυλλογῆς. Πρόκειται γιά τήν ἐκκλησιαστική περίοδο, ὅπου ὁ καθένας μας μπορεῖ, ἐάν τό θέλει, μέ τή βοήθεια τῶν θεραπευτικῶν ἀκολουθιῶν καί τῶν λυτρωτικῶν μυστηρίων, νά ἐπιχειρήσει μιά αὐτοβύθιση στό ἐσωτερικό ἄγνωστο εἶναι του, ὥστε νά ἀνακαλύψει τήν πραγματικότητα πού κρύβεται κάτω ἀπό τόν μῦθο πού καλλιεργεῖ γιά τό πρόσωπό του… Νά κάνει μιά αὐτοεξέταση γιά νά ἐντοπίσει, πίσω ἀπό τό παραπέτασμα πού ἔχει ὑψώσει γιά τόν ἑαυτό του, τήν παραμόρφωση πού ἔχει ὑποστεῖ ἀπό τά μεταπτωτικά πάθη, τίς ἀδυναμίες καί τήν ἀσυνείδητη πορεία του… Γιά νά ἀποκαλύψει, πίσω ἀπό τό προσωπεῖο πού φοράει, τήν ἀφτιασίδωτη προσωπικότητά του… Χρειάζεται, δηλαδή, ὅποιος θέλει νά ἀνασυντάξει πνευματικά καί νά ἀποκτήσει τόν λειτουργικό ἔλεγχο ὅλων τῶν αἰσθήσεων του, τῆς ὄρασης, τῆς ἀκοῆς, τῆς σκέψης, τῶν αἰσθημάτων τῆς καρδιᾶς, τῶν λόγων καί νά τά στρέψει πρός τά ἔσω. Ἡ προσοχή, ἡ ἔρευνα, ὁ ἔλεγχος καί ἡ κριτική πρέπει νά ἀπευθύνονται, μέ αὐστηρά κριτήρια μάλιστα, ἀποκλειστικά στόν ἑαυτό του. Χρειάζεται, μέ ἄλλα λόγια, νά καλλιεργήσει τίς προϋποθέσεις ἐκεῖνες πού τοῦ ἐπιτρέπουν καί τόν ὁδηγοῦν στή ἀπαλλαγή ἀπό τήν πλάνη τῆς αὐταπάτης, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ κυρίαρχο χαρακτηριστικό τῆς ζωῆς καί νά τόν ἐπαναφέρουν στήν πραγματικότητα τῆς ἀλήθειας καί τῆς σωτηρίας. Καί ἡ ἐπίτευξη τοῦ πνευματικοῦ αὐτοῦ σκοποῦ ἐπιτυγχάνεται μέ τήν αὐτοσυγκέντρωση, τήν αὐτογνωσία καί τήν αὐτοκριτική. Αὐτές εἶναι οἱ πνευματικές ἀρετές στίς ὁποῖες χρειάζεται νά δώσουμε ἔμφαση στήν ἐξαγνιστική περίοδο πού διανύουμε, ἔτσι ὥστε νά ἀποδώσουν ποιοτικό καρπό ἡ μετάνοια καί ἡ συντριβή·… ἡ νηστεία καί ἡ ἄσκηση·… ἡ προσευχή καί τό πένθος… Αὐτές εἶναι οἱ πνευματικές προϋποθέσεις πού θά ἐνισχύσουν τήν προσπάθεια μας πρός τό «γνῶθι σ’ αὐτόν», στό νά κατανοήσουμε, δηλαδή, τόν ἑαυτό μας.Ἡ αὐτοσυγκέντρωση, ἡ αὐτογνωσία καί ἡ αὐτοκριτική ἀποτελοῦν ἀσφαλιστικές δικλεῖδες σωτηρίας καί πρέπει, ἡ ἀγωνιστική προσπάθειά μας γιά ἀπόκτηση καί διατήρησή τους νά εἶναι συνεχής, ἀδιάλειπτος καί ἀμέριστος. Καί τοῦτο συμβαίνει ὅταν ὁ πόθος μας γιά κάθαρση, φωτισμό καί ἐξαγιασμό εἶναι ἄσβεστος καί φλογερός, ὅταν ἀποτελεῖ μοναδικό σκοπό τῆς ζωῆς μας. Ὅμως, ἡ πραγματικότητα εἶναι διαφορετική. Ἐάν ρίξουμε μιά διεισδυτική καί ἀπροκατάληπτη ματιά γύρω καί μέσα μας, σέ ὅλα τά ἐπίπεδα αὐτοῦ πού ὀνομάζουμε ζωή καί ἐκφράσεις ζωῆς, θά διαπιστώσουμε ὅτι, ἄλλοτε συνειδητά καί ἄλλοτε ἀσυνείδητα, ἔχουμε ἐπιβάλλει τή πλάνη τῆς αὐταπάτης ὡς κυρίαρχο στοιχεῖο πορείας…· ὡς καθοριστικό ὅρο πού ὑπαγορεύει τρόπους συμπεριφορᾶς διαμορφώνοντας κοινωνικές καί προσωπικές σχέσεις…· ὡς προϋπόθεση ἐπιβίωσης καί προσωπικῆς καταξίωσης… Θά ἀνακαλύψουμε ἕναν κόσμο ἀλλότριο, ξένο καί ἐχθρικό πρός τόν Θεό καί πρός τόν ἑαυτό μας… Θά βροῦμε τήν εὐθύνη γιά τήν ἀνευθυνότητά μας καί τόν δημιουργικό ἔλεγχο γιά τήν ἀναισθησία μας… Θά αἰσθανθοῦμε τήν κόλαση στήν ὁποία μᾶς ἔχει παγιδεύσει ἡ αὐταπάτη καί τήν κατεστραμένη εἰκόνα τοῦ θεϊκοῦ πρωτύπου… Τήν ἀπόρριψη, λοιπόν, αὐτῆς τῆς πλάνης τῆς αὐταπάτης καί τήν ἀποδοχή τῆς πραγματικότητας τῆς αλήθειας καί σωτηρίας, πού ἀναμορφώνει τήν μεταπτωτική ἀμαυρωμένη ἀνθρώπινη εἰκόνα, μᾶς καλεῖ νά ἀκολουθήσουμε καί νά βιώσουμε, ἐλεύθερα καί ἀβίαστα, ἡ Ἐκκλησία, ἀπό τήν ἀφετηρία, κιόλας, τῶν πνευματικῶν ἀγωνισμάτων, προκειμένου νά ζήσουμε τό μυστήριο τῆς «Καινῆς Ἡμέρας», τῆς ἀνακαινισμένης, δηλαδή, περιόδου πού ἀρχίζει ὕστερα ἀπό τήν Ἀνάσταση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Μᾶς θέτει, μέ ἄλλα λόγια, τό δίλλημα: Στήν αὐταπάτη μέχρι τέλους ἤ στό τέλος τῆς αὐταπάτης;
Μέ τόν ὅρο αὐταπάτη, σεβαστοί Πατέρες κι ἀγαπητοί ἀδελφοί, ἐννοοῦμε τή διαδικασία ἤ τό γεγονός ἐκεῖνο μέ τό ὁποῖο παραπλανοῦμε τόν ἑαυτό μας προκειμένου νά δεχτεῖ ὡς ἀληθές καί ἔγκυρο κάτι τό ὁποῖο εἶναι ψευδές καί ἄκυρο. Κοντολογίς, ἡ αὐταπάτη εἶναι ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο δικαιολογοῦμε στόν ἑαυτό μας τίς ψευδεῖς πεποιθήσεις μας… Εἶναι ἡ τάση νά ξεγελοῦμε τόν ἑαυτό μας… νά μασκαρεύουμε τήν πραγματικότητα παραποιώντας τό «εἶναι» μέ τό «φαίνεσθαι». Ἡ αὐταπάτη εἶναι ἡ προκατειλημμένη πεποίθηση πού ἐπικεντρώνει τήν προσοχή μας σέ αὐτό πού θέλουμε νά πιστεύουμε ὅτι εἴμαστε καί ὄχι σέ αὐτό πού στήν πραγματικότητα εἴμαστε.
Ἡ τάση αὐτή τῆς αὐτοκοροϊδίας εἶναι μιά ἱστορία πού χάνεται στά βάθη τοῦ ἀνθρώπινου χωροχρόνου. Συνδέεται μέ τήν παραδείσια ἐξέγερση καί ἀποστασία. Μετά τήν ἀνταρσία στόν παράδεισο ἀπό τούς ἐκπροσώπους τοῦ ἀνθρωπίνου γένους εἰσῆλθε τό μικρόβιο τῆς αὐταπάτης σέ κάθε ἀνθρώπινη δραστηριότητα. Ὁ Διάβολος, φορώντας τό πλαστογραφημένο προσωπεῖο τοῦ γνήσιου φίλου καί μέ τήν ἐπίδειξη ψεύτικου ἐνδιαφέροντος ἔριξε τούς πρώτους ἀνθρώπους στήν περιπέτεια, καί ὁλόκληρο τό ἀνθρώπινο γένος στήν ἁμαρτία καί τή θλίψη. Ὑπόδειξη δική του ἦταν ὁ τρόπος ὑποκριτικῆς συμπεριφορᾶς. «Διαφώτιση» δική του ἦταν τό μάθημα ὅτι ἡ φανέρωση τῆς προσωπικότητας δέ βολεύει… Μέ τή δική του καθοδήγηση διδαχθήκαμε νά ἀποκρύπτουμε τήν ἐσωτερική πραγματικότητά μας καί νά προβάλουμε μιά πλαστή ἐπιφάνεια… Δική του ἐφεύρεση εἶναι τό προσωπεῖο πού σύστησε ἐμπράκτως νά φοροῦμε καί τό ὁποῖο κατάντησε ἐκφραστικό μέσο τοῦ «πεπτωκότος» ἀνθρώπου. Στό πλαίσιο αὐτό…; τά πάντα δικαιολογοῦνται καί ὅλα ἐπιτρέπονται. Οἱ ἀστοχίες ἀντιμετωπίζονται ὡς «μικρές ἀπροσεξίες» ἤ σάν φυσικό ἀποτέλεσμα τῆς ἀνθρώπινης μεταπτωτικῆς ἰδιοσύστασης. Πρόκειται γιά διαχρονική ἀσθένεια πού κληρονομεῖται γονιδιακά στήν ἀνθρωπότητα ἀπό τότε πού τό γένος μας πίστευσε στούς ψιθυρισμούς τοῦ διαβόλου ὅτι μπορεῖ νά ἐμπιστευτεῖ τίς προσωπικές δυνάμεις του καί ὅτι μπορεῖ νά ζήσει καί νά πορευθεῖ χωρίς Θεό.
Μέ τέτοια ἀρρωστημένη νοοτροπία, ὅμως, δέν καρποφορήσαμε καί οὔτε καρποφοροῦμε πνευματικά. Κάθε πνευματική ἰκμάδα μαραίνεται ἀπό τό λίβα τῆς αὐτοδικαίωσης, γνήσιο τέκνο τῆς αὐταπάτης. Αὐτή ἡ ἀσθένεια τῆς αὐταπάτης, στό διάβα τῶν αἰώνων παρουσίασε πολλές μεταλλάξεις. Βρῆκε καί βρίσκει τρόπους ἔκφρασης μέ τή μορφή πολλῶν κοινωνικῶν, πολιτικῶν, οἰκονομικῶν, θρησκευτικῶν καί ἄλλων μορφωμάτων, ἰδιαίτερα μέ τήν κολακευτική μορφή παγκόσμιων προοδευτικῶν ἰδεολογιῶν καί συστημάτων σωτηρίας. Ὅμως, ἡ τυφλή ἐμπιστοσύνη σ’ ὅλα αὐτά τά ἐπώνυμα κατασκευάσματα εἶχε ὡς ἀπρόσμενο ἀποτέλεσμα τήν ὁλική κατάρρευση καί ἀποκαλυπτική συντριβή τους. Τί συμβαίνει, ὅμως, μέ τόν ἐγκολπισμό τῆς αὐταπάτης σέ προσωπικό ἐπίπεδο; Μάλλον ἰσχύει ὁ λόγος τοῦ ποιητή πού ἀναφέρει: Εἶμαι πιότερο ἀπό πρόσωπο εἴδωλο… Εἶμαι ἕνα θέαμα, μιά εἰκόνα… Σπιθοβολοῦν τά μάτια μου… Φαίνονται, ὅμως, κι ἄλλα φαινόμενα κι ἄλλες σκιές… Ἀγέννητες σκιές… ἄφαντα εἴδωλα πού κυνηγοῦν τόν ἴδιο τόν ἑαυτό τους.[1]
Ἡ αὐταπάτη λειτουργεῖ ὅπως ἡ ὀφθαλμαπάτη στό διψασμένο στρατοκόπο τῆς ἐρήμου. Δημιουργεῖ εἰκονικούς κατοπτρισμούς, τούς ὁποίους, κυνηγώντας ἀπεγνωσμένα ὁ διψασμένος δέν καταφέρνει τίποτε ἄλλο ἀπό τό νά χάνεται βαθύτερα στή δολοφόνο ἔρημο. Τό αὐτό συμβαίνει καί στή φανταστική εἰκόνα πού δημιουργοῦμε γιά ὅλες τίς ἐκδηλώσεις τοῦ ἑαυτοῦ μας. Ἡ ψεύτικη ἐντύπωση πού κατασκευάζουμε γιά τό ψυχοπνευμ