ΣΑΒΒΑΤΟN ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ
Το Σάββατο πριν την Αγία και Μεγάλη Εβδομάδα, η Ορθόδοξη Εκκλησία πανηγυρίζει μια μεγάλη εορτή, το θαύμα του Κυρίου και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού όταν ανάστησε εκ των νεκρών τον νεκρό για τέσσερις ημέρες Λάζαρο. Στο τέλος της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και των σαράντα ημερών νηστείας και μετάνοιας, η Εκκλησία συνδυάζει αυτή την Εορτή με την Κυριακή των Βαΐων που ακολουθεί. Μέσα σε θρίαμβο και χαρά η Εκκλησία γίνεται μάρτυρας της δύναμης του Χριστού πάνω στο θάνατο και Τον εξυψώνει ως Βασιλέα προτού εισέλθουμε στην πιο κατανυκτική εβδομάδα του χρόνου, αυτή που οδηγεί τους πιστούς στην ανάμνηση των Παθών, της Σταυρικής θυσίας και του θανάτου του Χριστού και τερματίσει στην Εορτή των Εορτών, το Άγιο και Μεγάλο Πάσχα.
Ο Λάζαρος είχε πατρίδα την Βηθανία της Ιουδαίας και ήταν φίλος του Χριστού. Αδελφές του ήταν η Μάρθα και η Μαρία που φιλοξένησαν και υπηρέτησαν τον Κύριο πολλές φορές (Λουκ.ι΄, 38-40, Ιωαν.ιβ΄, 1-3) στη Βηθανία (κοντά στα Ιεροσόλυμα περίπου δύο μίλια).
Λίγες μέρες προ του Πάθους του Κυρίου ασθένησε ο Λάζαρος και οι αδελφές του ενημέρωσαν σχετικά τον Ιησού που τότε ήταν στη Γαλιλαία να τον επισκεφθεί. Ο Κύριος όμως επίτηδες καθυστέρησε μέχρι που πέθανε ο Λάζαρος, οπότε είπε στους μαθητές του πάμε τώρα να τον ξυπνήσω. Όταν έφθασε στη Βηθανία παρηγόρησε τις αδελφές του Λάζαρου που ήταν πεθαμένος τέσσερις μέρες και ζήτησε να δει το τάφο του.
Όταν έφθασε στο μνημείο, δάκρυσε και διέταξε να βγάλουν την ταφόπλακα. Τότε ύψωσε τα μάτια του στον ουρανό, ευχαρίστησε τον Θεό και Πατέρα και με μεγάλη φωνή είπε: «Λάζαρε, δεῦρο ἔξω». Αμέσως βγήκε έξω τυλιγμένος με τα σάβανα ο τετραήμερος νεκρός μπροστά στο πλήθος που παρακολουθούσε και ο Ιησούς ζήτησε να του λύσουν τα σάβανα και να πάει σπίτι του. (Ιωαν. ια΄,44). Αυτό το υπερφυές θαύμα λοιπόν γιορτάζουμε την ημέρα αυτή.
Αρχαία παράδοση λέγει ότι τότε ο Λάζαρος ήταν 30 χρονών και έζησε άλλα 30 χρόνια. Τελείωσε το επίγειο βίο του στην Κύπρο το έτος 63 και ο τάφος του στην πόλη των Κιτιέων έγραφε: «Λάζαρος ο τετραήμερος και φίλος του Χριστού».
Το έτος 890 μετακομίσθηκε το ιερό λείψανό του στην Κωνσταντινούπολη από τον αυτοκράτορα Λέοντα το σοφό, ο οποίος συνέθεσε τα ιδιόμελα στον εσπερινό του Λαζάρου: «Κύριε, Λαζάρου θέλων τάφον ιδείν», κλπ
Χαρακτηριστικό της μετέπειτα ζωής του Λαζάρου λέγει η παράδοση, ήταν ότι δεν γέλασε ποτέ παρά μια φορά μόνο όταν είδε κάποιον να κλέβει μια γλάστρα και είπε την εξής φράση: Το ένα χώμα κλέβει το άλλο.
Ευαγγελική περικοπή
«Ἦν δέ τις ἀσθενῶν Λάζαρος ἀπὸ Βηθανίας, ἐκ τῆς κώμης Μαρίας καὶ Μάρθας τῆς ἀδελφῆς αὐτῆς. Ἦν δὲ Μαριὰμ ἡ ἀλείψασα τὸν Κύριον μύρῳ καὶ ἐκμάξασα τοὺς πόδας αὐτοῦ ταῖς θριξὶν αὐτῆς, ἧς ὁ ἀδελφὸς Λάζαρος ἠσθένει. Ἀπέστειλαν οὖν αἱ ἀδελφαὶ πρὸς αὐτὸν λέγουσαι· Κύριε, ἴδε ὃν φιλεῖς ἀσθενεῖ.
Ἀκούσας δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· Αὕτη ἡ ἀσθένεια οὐκ ἔστι πρὸς θάνατον, ἀλλ’ ὑπὲρ τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, ἵνα δοξασθῇ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ δι’ αὐτῆς. Ἠγάπα δὲ ὁ Ἰησοῦς τὴν Μάρθαν καὶ τὴν ἀδελφὴν αὐτῆς καὶ τὸν Λάζαρον. Ὡς οὖν ἤκουσεν ὅτι ἀσθενεῖ, τότε μὲν ἔμεινεν ἐν ᾧ ἦν τόπῳ δύο ἡμέρας· ἔπειτα μετὰ τοῦτο λέγει τοῖς μαθηταῖς· Ἄγωμεν εἰς τὴν Ἰουδαίαν πάλιν. Λέγουσιν αὐτῷ οἱ μαθηταί· Ραββί, νῦν ἐζήτουν σε λιθάσαι οἱ Ἰουδαῖοι, καὶ πάλιν ὑπάγεις ἐκεῖ; Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· Οὐχὶ δώδεκά εἰσιν ὧραι τῆς ἡμέρας; Ἐάν τις περιπατῇ ἐν τῇ ἡμέρᾳ, οὐ προσκόπτει, ὅτι τὸ φῶς τοῦ κόσμου τούτου βλέπει· ἐὰν δέ τις περιπατῇ ἐν τῇ νυκτί, προσκόπτει, ὅτι τὸ φῶς οὐκ ἔστιν ἐν αὐτῷ.
Ταῦτα εἶπε, καὶ μετὰ τοῦτο λέγει αὐτοῖς· Λάζαρος ὁ φίλος ἡμῶν κεκοίμηται· ἀλλὰ πορεύομαι ἵνα ἐξυπνήσω αὐτόν· εἶπον οὖν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ· Κύριε, εἰ κεκοίμηται, σωθήσεται. Εἰρήκει δὲ ὁ Ἰησοῦς περὶ τοῦ θανάτου αὐτοῦ· ἐκεῖνοι δὲ ἔδοξαν ὅτι περὶ τῆς κοιμήσεως τοῦ ὕπνου λέγει. Τότε οὖν εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς παρρησίᾳ· Λάζαρος ἀπέθανε, καὶ χαίρω δι’ ὑμᾶς, ἵνα πιστεύσητε, ὅτι οὐκ ἤμην ἐκεῖ· ἀλλ’ ἄγωμεν πρὸς αὐτόν. Eἶπεν οὖν Θωμᾶς ὁ λεγόμενος Δίδυμος τοῖς συμμαθηταῖς· Ἄγωμεν καὶ ἡμεῖς ἵνα ἀποθάνωμεν μετ’ αὐτοῦ.
Ἐλθὼν οὖν ὁ Ἰησοῦς εὗρεν αὐτὸν τέσσαρας ἡμέρας ἤδη ἔχοντα ἐν τῷ μνημείῳ. Ἦν δὲ ἡ Βηθανία ἐγγὺς τῶν Ἱεροσολύμων ὡς ἀπὸ σταδίων δεκαπέντε. Καὶ πολλοὶ ἐκ τῶν Ἰουδαίων ἐληλύθεισαν πρὸς τὰς περὶ Μάρθαν καὶ Μαρίαν ἵνα παραμυθήσωνται αὐτὰς περὶ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτῶν. Ἡ οὖν Μάρθα ὡς ἤκουσεν ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἔρχεται, ὑπήντησεν αὐτῷ· Μαρία δὲ ἐν τῷ οἴκῳ ἐκαθέζετο. Eἶπεν οὖν ἡ Μάρθα πρὸς τὸν Ἰησοῦν· Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, ὁ ἀδελφός μου οὐκ ἂν ἐτεθνήκει. Ἀλλὰ καὶ νῦν οἶδα ὅτι ὅσα ἂν αἰτήσῃ τὸν Θεὸν, δώσει σοι ὁ Θεός. Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Ἀναστήσεται ὁ ἀδελφός σου. Λέγει αὐτῷ Μάρθα· Οἶδα ὅτι ἀναστήσεται ἐν τῇ ἀναστάσει ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ. Εἶπεν αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή. Ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται· καὶ πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα. Πιστεύεις τοῦτο; Λέγει αὐτῷ· Ναί, Κύριε, ἐγὼ πεπίστευκα ὅτι σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ ὁ εἰς τὸν κόσμον ἐρχόμενος. καὶ ταῦτα εἰποῦσα ἀπῆλθε καὶ ἐφώνησε Μαρίαν τὴν ἀδελφὴν αὐτῆς λάθρᾳ εἰποῦσα· Ὁ διδάσκαλος πάρεστι καὶ φωνεῖ σε.
Έκείνη ὡς ἤκουσεν, ἐγείρεται ταχὺ καὶ ἔρχεται πρὸς αὐτόν. Οὔπω δὲ ἐληλύθει ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν κώμην, ἀλλ’ ἦν ἐν τῷ τόπῳ ὅπου ὑπήντησεν αὐτῷ ἡ Μάρθα. Οἱ οὖν Ἰουδαῖοι οἱ ὄντες μετ’ αὐτῆς ἐν τῇ οἰκίᾳ καὶ παραμυθούμενοι αὐτήν, ἰδόντες τὴν Μαρίαν ὅτι ταχέως ἀνέστη καὶ ἐξῆλθεν, ἠκολούθησαν αὐτῇ, λέγοντες ὅτι ὑπάγει εἰς τὸ μνημεῖον ἵνα κλαύσῃ ἐκεῖ. Ἡ οὖν Μαρία ὡς ἦλθεν ὅπου ἦν Ἰησοῦς, ἰδοῦσα αὐτὸν ἔπεσεν αὐτοῦ εἰς τοὺς πόδας λέγουσα αὐτῷ· Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, οὐκ ἄν ἀπέθανέ μου ὁ ἀδελφός. Ἰησοῦς οὖν ὡς εἶδεν αὐτὴν κλαίουσαν καὶ τοὺς συνελθόντας αὐτῇ Ἰουδαίους κλαίοντας, ἐνεβριμήσατο τῷ πνεύματι καὶ ἐτάραξεν ἑαυτόν, καὶ εἶπε· Ποῦ τεθείκατε αὐτόν; Λέγουσιν αὐτῷ· Κύριε, ἔρχου καὶ ἴδε. Ἐδάκρυσεν ὁ Ἰησοῦς. Ἔλεγον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι· Ἴδε πῶς ἐφίλει αὐτόν· τινὲς δὲ ἐξ αὐτῶν εἶπον· Οὐκ ἐδύνατο οὗτος, ὁ ἀνοίξας τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ, ποιῆσαι ἵνα καὶ οὗτος μὴ ἀποθάνῃ;
Ἰησοῦς οὖν, πάλιν ἐμβριμώμενος ἐν ἑαυτῷ, ἔρχεται εἰς τὸ μνημεῖον· ἦν δὲ σπήλαιον, καὶ λίθος ἐπέκειτο ἐπ’ αὐτῷ. Λέγει ὁ Ἰησοῦς· Ἄρατε τὸν λίθον. Λέγει αὐτῷ ἡ ἀδελφὴ τοῦ τεθνηκότος Μάρθα· Κύριε, ἤδη ὄζει· τεταρταῖος γάρ ἐστι. Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Οὐκ εἶπόν σοι ὅτι ἐὰν πιστεύσῃς, ὄψει τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ; Ἦραν οὖν τὸν λίθον οὗ ἦν ὁ τεθνηκὼς κείμενος. Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἦρε τοὺς ὀφθαλμοὺς ἄνω καὶ εἶπε· Πάτερ, εὐχαριστῶ σοι ὅτι ἤκουσάς μου. Ἐγὼ δὲ ᾔδειν ὅτι πάντοτέ μου ἀκούεις· ἀλλὰ διὰ τὸν ὄχλον τὸν περιεστῶτα εἶπον, ἵνα πιστεύσωσιν ὅτι σύ με ἀπέστειλας. Καὶ ταῦτα εἰπὼν φωνῇ μεγάλῃ ἐκραύγασε· Λάζαρε, δεῦρο ἔξω. Καὶ ἐξῆλθεν ὁ τεθνηκὼς δεδεμένος τοὺς πόδας καὶ τὰς χεῖρας κειρίαις καὶ ἡ ὄψις αὐτοῦ σουδαρίῳ περιεδέδετο. Λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Λύσατε αὐτὸν καὶ ἄφετε ὑπάγειν. Πολλοὶ οὖν ἐκ τῶν Ἰουδαίων, οἱ ἐλθόντες πρὸς τὴν Μαρίαν καὶ θεασάμενοι ἃ ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς, ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν» (Ιωάν. 12: 1-45).
Απολυτίκιον. Ήχος α΄
«Τὴν κοινὴν Ἀνάστασιν πρὸ τοῦ σοῦ πάθους πιστούμενος,
ἐκ νεκρῶν ἤγειρας τὸν Λάζαρον, Χριστὲ ὁ Θεός·
ὅθεν καὶ ἡμεῖς ὡς οἱ παῖδες,
τὰ τῆς νίκης σύμβολα φέροντες,
σοὶ τῷ Νικητῇ τοῦ θανάτου βοῶμεν·
Ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις,
εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος, ἐν ὀνόματι Κυρίου».
Μετάφρασις
«Θέλοντας Χριστέ και Θεέ μας να δείξεις,
προ της σταυρικής Σου Θυσίας,
ότι είναι βέβαιο πράγμα η ανάσταση όλων των νεκρών,
ανέστησες εκ νεκρών τον Λάζαρον ·
Για τούτο και εμείς,
μιμούμενοι τα παιδιά που σε υποδέχθηκαν
κατά την είσοδό Σου στην Ιερουσαλήμ,
κρατούμε στα χέρια μας τα σύμβολα της νίκης,
τα βάϊα και βοώμε προς Εσένα,
τον νικητή του θανάτου:
Βοήθησέ μας και σώσε μας,
Συ που ως Θεός κατοικείς στα ύψιστα μέρη του ουρανού,
ας είσαι ευλογημένος Συ,
που έρχεσαι απεσταλμένος από τον Κύριο»
Αναδημοσίευσις από xfe.gr
——————————————————————————————————————————–
ΛΑΖΑΡΟΣ, Ο ΦΙΛΟΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Τσουκαρά Ευαγγέλου (Θεολόγου – Φιλολόγου, Msc Βυζαντινής Ιστορίας)
Ο Χριστός βρισκόταν μακριά από την Ιερουσαλήμ όταν πέθανε ο Λάζαρος[1] και τέσσερεις ημέρες αργότερα έφτασε στη Βηθανία, όπου συνάντησε τις αδελφές του Λαζάρου, Μάρθα και Μαρία. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης εξιστορεί με λεπτομέρειες αυτή τη συνάντηση. Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον το ότι περιγράφει τον θάνατο ενός ανθρώπου ως κατάσταση ύπνου, ενώ την ανάσταση ως έγερση εκ του ύπνου. Η αναφορά της Καινής Διαθήκης στο θάνατο του ανθρώπου ως ύπνου δεν σημαίνει ότι έχουμε κάποιο υποθετικό θάνατο. Στην περίπτωση του Λαζάρου, ο ιερός συγγραφέας ομιλεί με πολύ ρεαλισμό και τονίζει ότι ο νεκρός είναι ήδη « τετραήμερος » στον τάφο του κα μάλιστα ότι έχει προχωρήσει η αποσύνθεση και όζει. Τα γεγονότα στη συνέχεια πραγματοποιούνται μπροστά στα μάτια πλήθους ανθρώπων, μερικοί από τους οποίους είναι εξαιρετικά δύσπιστοι και κατέχονται από κριτική διάθεση. Η ανάσταση του Λαζάρου δεν είναι φανταστική, αλλά πραγματική. Ο Λάζαρος εγείρεται και βαδίζει προς τους οικείους, τρώει και πίνει, συναναστρέφεται εντελώς φυσιολογικά με τους άλλους και δείχνει σαν να μην έχει συμβεί σε αυτόν το τραγικό γεγονός του θανάτου.[2]
Το θέμα της εικονογραφικής απόδοσης του αγίου Λαζάρου του τετραημέρου και φίλου του Χριστού και ιδιαίτερα η ιστόρηση της Αναστάσεώς του δεν θα μπορούσε να έχει άλλη πηγή έμπνευσης από το Ευαγγέλιο του Ιωάννη 11, 1-44. Ο Φώτης Κόντογλου στο βιβλίο του Έκφραση της ορθοδόξου εικονογραφίας, περιγράφει το θέμα πιο αναλυτικά: «Βραχόβουνα ἀπό τά δύο μέρη καί εἰς τό ἕν μέρος τό δεξιόν, ὁ Χριστός μέ τούς δώδεκα μαθητάς του, ἔχοντας τό δεξιόν χέρι τεντωμένον καί εὐλογώντας μέ μίαν κίνησιν προστακτικήν. Καί εἰς τά πόδια τοῦ Χριστοῦ κοίτονται γονατισμένες οἱ ἀδελφές τοῦ Λαζάρου, ἡ Μάρθα καί ἡ Μαρία, κατασπαζόμενες τά ἄχραντα πόδια Του μέ θρῆνον πολύν. Εἰς δέ τό ἀντικρινόν μέρος, τάφος λαξευμένος εἰς τόν βράχον καί μέσα εἰς αὐτόν ὁ Λάζαρος τυλιγμένος μέ λωρίδας, μέ κειρίας, ὅπως εἶναι γραμμένον εἰς τό Εὐαγγέλιον, στέκεται εἰς τό ἄνοιγμα τοῦ τάφου, χλωμός καί μέ ὄψιν βασανισμένην, νέος εἰς τήν ἡλικίαν, μέ μαῦρο γένειον. Καί ἕνας ἄνθρωπος σηκώνει τήν πλάκα τοῦ τάφου καί τήν παραμερίζει, καί ἕτερος ξετυλίγει τόν νεκρόν ἀπό τά σάβανα. Ἀνάμεσα εἰς τά βουνά, ὀπίσω ἀπό μίαν ράχην, φαίνεται τό κάστρον τῆς Βηθανίας καί πλῆθος Ἑβραίων ὁπού ἐβγαίνουν ἀπό τήν καστρόπορταν βλέποντες καί θαυμάζοντες, καί κάποιοι ἀπό αὐτούς φράζοντες μέ τό ροῦχον των τές μύτες των διά τήν μυρουδιάν τοῦ νεκροῦ, ὅπου ἦτο τετραήμερος. Ὁ Χριστός στέκεται μέ ἁπλήν μεγαλοπρέπειαν τῆς θεϊκῆς ἐξουσίας. Τό βλέμμα του, ἀτάραχον καί ἀστραφτερόν, ἐβγαίνει μέ δύναμιν. Τό δεξιόν χέρι του ὡσάν νά δίδει προσταγήν εἰς τόν θάνατον, ἐνῶ τό ἀριστερόν κρατεῖ σφικτά εἰλητάριον. Ὡστόσο, τό σχῆμα τοῦ Κυρίου εἶναι σεμνόν, ἡ δέ ὄψις του τεθλιμένη, διότι κατά τό Εὐαγγέλιον, “ἐνεβριμήσατο τῷ πνεύματι καί ἐτάραξεν ἑαυτόν”. Οἱ βράχοι εἶναι βαρεῖς καί μαυριδεροί, διά τό βαρύ καί πένθιμον τῆς ὑποθέσεως. Καί τό φαράγγι στενόν καί ἀπότομον, διά νά μεταδίδει εἰς τόν θεώμενον τήν εἰκόνα, τόν φόβον ὅπου ἔνοιωσαν, οἱ πέτρες κρουσμένες ἀπό τήν φωνήν τοῦ Κυρίου, ὅπου ἐκραύγασε: Λάζαρε, δεῦρο ἔξω».[3]
Αυτή, λοιπόν, η τόσο αναλυτική ανάγνωση της εικόνας από τον Κόντογλου μας δίνει τη δυνατότητα να εννοήσουμε τα μηνύματα που θέλει ο αγιογράφος να καταγράψει εικαστικά στο θαύμα της εγέρσεως του Λαζάρου. Η στάση του Χριστού και η δυναμική κίνησή του δείχνει ακριβώς τη θεότητά του, η οποία διά του λόγου δίδει ζωή, ως ο μόνος ζωοδότης. Η στάση του Λαζάρου, που όντας ακόμη στα νεκρικά σάβανα σκύβει ευλαβικά την κεφαλή του, εις ένδειξη υπακοής στον ζείδωρο λόγο: «Λάζαρε, δεῦρο ἔξω», φανερώνει την αποδοχή ότι ο Χριστός ελέγχει τα παρόντα και τα έσχατα. Έτσι εξηγείται η παντοκρατορική στάση του Χριστού στην εικόνα και η δυναμική κίνηση του χεριού που ευλογεί και χαρίζει ζωή.[4] Τα γεγονότα των αναστάσεων που έκανε ο Κύριος (ανάσταση του υιού της χήρας εις Ναΐν και η ανάσταση της κόρης του Ιαείρου), ήταν σύμβολα και προάγγελοι και της δικής Του αναστάσεως. Τα γεγονότα αυτά επηρέασαν και τον χρόνο, ο οποίος προσλαμβάνει την εσχατολογική του διάσταση και η πίστη συνδέεται με την αιωνιότητα. Για αυτό ο Κύριος διακήρυξε ότι όποιος πιστεύει σε μένα, ζει από τώρα τη μελλοντική ανάσταση της Δευτέρας Παρουσίας. Η δε ανάσταση του Λαζάρου, είναι σύμβολο και προμήνυμα της κοινής ανάστασης όλων των ανθρώπων.[5]
Η Ανάσταση του Λαζάρου είναι αναμφισβήτητα ένα δυναμικό μήνυμα ελπίδας και παρηγοριάς προς όλους τους πενθούντες. Αλλά και θεμελιώνει ακλόνητα τη χριστιανική πίστη στην αιώνια μετά θάνατον ζωή και την ανάσταση, καθώς η ιστορία του Λαζάρου περιέχει πολλά σπουδαία ωφέλιμα μηνύματα, όπως ότι ο Χριστός μετέχει με αγάπη στην θλίψη και τον πόνο των πενθούντων, όπως επίσης, ότι είναι ο Ίδιος η ανάσταση και η ζωή.
—————