
Πέρασαν πλέον πενήντα ημέρες από την λαμπροφόρο Ανάσταση του Κυρίου μας, ένα διάστημα που ψάλλονται οι ασύγκριτης ομορφιάς ύμνοι του Πεντηκοσταρίου. Το παρόν κείμενο, εν τούτοις, δεν σχετίζεται με την περίοδο των πενήντα ημερών μετά την Ανάσταση αλλά κυρίως με την ιστορικότητα και εγκυρότητα των Γραφών καθώς και την ακρίβεια των καταγραφών των Ευαγγελίων και των Πράξεων των Αποστόλων, που θα εξετάσουμε στη συνέχεια.
Ας ανατρέξουμε λοιπόν μερικές εβδομάδες νωρίτερα και, συγκεκριμένα, στο εσπέρας της Μεγάλης Πέμπτης κατά τη διάρκεια της Ακολουθίας των Παθών όπου αναγνώστηκαν δώδεκα ευαγγελικές περικοπές. Στην έβδομη εξ αυτών, που είναι από το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, ακούσαμε από τον ιερέα το «Ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς, πάλιν κράξας φωνῇ μεγάλῃ, ἀφῆκε τὸ πνεῦμα» όπου ο Ιησούς πεθαίνει πάνω στον Σταυρό σε μια από τις συγκλονιστικότερες περιγραφές της παγκόσμιας βιβλιογραφίας. Στην 8η περικοπή από το κατά Λουκάν Ευαγγέλιο αναγιγνώσκεται το εξής «καὶ φωνήσας φωνῇ μεγάλῃ ὁ ᾿Ιησοῦς, εἶπε· Πάτερ, εἰς χεῖράς σου παρατίθεμαι τὸ πνεῦμά μου. Καὶ ταῦτα εἰπὼν, ἐξέπνευσεν.» όπου έχουμε μία ακόμα λεπτομερή αφήγηση του θανάτου του Ιησού επάνω στον Σταυρό. Τέλος, στην 9η ευαγγελική περικοπή της Ακολουθίας των Παθών ο ιερέας διαβάζει από το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο το εξής «Ὅτε οὖν ἔλαβε τὸ ὄξος ὁ ᾿Ιησοῦς, εἶπε· Τετέλεσται· καὶ κλίνας τὴν κεφαλὴν, παρέδωκε τὸ πνεῦμα.» στην οποία έχουμε και μία τρίτη καταγραφή του εκούσιου θανάτου Του. Αναντιλέκτως, οι ανωτέρω μαρτυρίες είναι σπουδαιότατες αφού πιστοποιούν ένα τόσο κομβικό γεγονός. Επιπλέον, προς το τέλος της 9ης περικοπής ο Ευαγγελιστής και Απόστολος Ιωάννης, αγαπημένος μαθητής του Ιησού, αναφέρει και το «Ἦλθον οὖν οἱ στρατιῶται, καὶ τοῦ μὲν πρώτου κατέαξαν τὰ σκέλη, καὶ τοῦ ἄλλου τοῦ συσταυρωθέντος αὐτῷ· ἐπὶ δὲ τὸν ᾿Ιησοῦν ἐλθόντες, ὡς εἶδον αὐτὸν ἤδη τεθνηκότα, οὐ κατέαξαν αὐτοῦ τὰ σκέλη, ἀλλ᾿ εἷς τῶν στρατιωτῶν λόγχῃ αὐτοῦ τὴν πλευρὰν ἔνυξε, καὶ εὐθέως ἐξῆλθεν αἷμα καὶ ὕδωρ. Καὶ ὁ ἑωρακὼς μεμαρτύρηκε, καὶ ἀληθινὴ ἐστιν ἡ μαρτυρία αὐτοῦ· κἀκεῖνος οἶδεν ὅτι ἀληθῆ λέγει, ἵνα καὶ ὑμεῖς πιστεύσητε.» όπου περιλαμβάνεται μια κοσμογονικής σημασίας μαρτυρία για τα συνταρακτικά γεγονότα που συνέβησαν στον Γολγοθά εκείνη την Παρασκευή. Ασφαλώς πρόκειται για ένα χωρίο το οποίο έχει αναλυθεί διεξοδικώς πολλές φορές από φωτισμένους πατέρες αλλά και από εχθρούς της πίστης μας. Γιατί όμως; Πολύ απλά διότι έχουμε μια πρώτης τάξης ιστορική καταγραφή από έναν αυτόπτη μάρτυρα, τον ίδιο τον συγγραφέα του 4ου Ευαγγελίου, ο οποίος τονίζει ότι είδε τα γεγονότα αυτά με τα μάτια του και τα αναφέρει για να πιστέψουν οι αναγνώστες.
Έτσι, ερχόμαστε στο κυρίως θέμα του άρθρου μας. Πώς είμαστε βέβαιοι ότι αυτά που έγραψαν οι Ευαγγελιστές είναι αληθινά; Πώς ξέρουμε ότι όντως κατέγραψαν την πραγματικότητα και δεν ήταν όλα αυτά αποκυήματα της φαντασίας τους; Αν, βεβαίως, οι μαθητές του Χριστού, είχαν σκεφτεί μόνοι τους τα στοιχεία της διδασκαλίας του Κυρίου, σίγουρα θα ήταν από τους κορυφαίους φιλοσόφους της παγκόσμιας ιστορίας. Συν τοις άλλοις, πρέπει να αναφερθεί ότι η Βίβλος, κυρίως η Καινή Διαθήκη στην οποία περιλαμβάνονται τα Ευαγγέλια και οι Πράξεις των Αποστόλων, είναι μακράν του δευτέρου το πλέον ευπώλητo βιβλίο στην ιστορία. Γι’ αυτό και έχει δεχθεί αναρίθμητες επιθέσεις από εχθρούς του Χριστιανισμού ότι δήθεν δεν είναι αξιόπιστη. Μολαταύτα τα Ευαγγέλια και οι Πράξεις των Αποστόλων έχουν αντέξει κάθε έλεγχο στο πέρασμα των αιώνων και έχει αποδειχθεί η εκπληκτική ακρίβειά τους.
Ας βάλουμε όμως τα πράγματα σε μια σειρά, κάτι που δεν είναι καθόλου εύκολο αφού έχουν γραφεί πολλά βιβλία για το θέμα και σε ένα άρθρο δεν μπορούμε να εισέλθουμε σε βαθιά ανάλυση όλων των πτυχών του ζητήματος.
Ένα βιβλίο λοιπόν, ειδικά όταν προέρχεται από τα αρχαία χρόνια ή την 1η χιλιετία μ.Χ., για να κριθεί ως αξιόπιστο πρέπει να ελεγχθεί ως προς το πόσοι χειρόγραφοι κώδικες (αντίγραφα) έχουν διασωθεί και, επίσης, έχει ιδιαίτερη σημασία πόσο αρχαίοι είναι οι σωζόμενοι κώδικες. Αυτοί οι κώδικες ήταν καθοριστικοί ως προς τη διάσωση των κειμένων αφού η τυπογραφία εφευρέθηκε από τον Γιοχάνες Γκούτενμπεργκ (Ιωάννη Γουτεμβέργιο) περίπου το 1.450 μ.Χ. που συνέπεσε σχεδόν με την άλωση της Πόλης. Με την ανάπτυξη της τυπογραφίας ήταν καταφανέστατα πολύ ευκολότερη η διάσωση των παλαιότερων κειμένων. Ας δούμε σε αυτό το σημείο τι γίνεται με την Αγία Γραφή. Υπάρχουν περίπου 2.500 παλαιοί κώδικες που περιέχουν ολόκληρη την Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή) ενώ 25.000 κώδικες περιέχουν τμήματα από την Αγία Γραφή, τα περισσότερα από την Καινή Διαθήκη που είναι μεταγενέστερη. Τι ισχύει, στον αντίποδα, για διάσημους συγγραφείς του αρχαίου κόσμου; Από τον Αισχύλο έχουμε περίπου 50 χειρόγραφα, από τον Σοφοκλή 100, από τον Οράτιο 500 και τον Πλίνιο 200. Σημειωτέον ότι από τον σημαντικότερο ιστορικό της αρχαιότητας, τον Θουκυδίδη, έχουμε μόνο οκτώ (8) σωζόμενους κώδικες ενώ για τον Ευριπίδη, τον νεότερο από τους τρεις μεγίστους τραγικούς, έχουμε μόνο 4-5 κώδικες (!!). Συνεπώς, η Αγία Γραφή από άποψη αριθμού σωζόμενων κωδίκων υπερτερεί κατά πολύ σε σχέση με κείμενα μεγάλων ιστορικών-συγγραφέων του παρελθόντος.
Ωστόσο, η υπεροχή της είναι και στο βαθμό αρχαιότητας των αρχαίων κωδίκων. Στον Θουκυδίδη, όπως αναφέρθηκε, σώζονται οκτώ αντίγραφα, όλα μετά το 900 μ.Χ. ήτοι 1.300 χρόνια μετά την εποχή που έζησε ο μεγάλος ιστορικός. Άλλο παράδειγμα είναι η «Ποιητική» του Αριστοτέλη, που γράφηκε το 343 π.Χ. και ο αρχαιότερος κώδικας χρονολογείται στο 1.100 μ.Χ. δηλαδή 1.400 χρόνια μετά. Ο δε «Γαλατικός Πόλεμος» του Ιουλίου Καίσαρα γράφτηκε περίπου το 50 π.Χ. και σώθηκε σε ελάχιστους κώδικες που γράφτηκαν μετά το 1.000 μ.Χ. Για τον πατέρα της Ιστορίας, τον Ηρόδοτο, ενώ έχει διασωθεί σχεδόν ολόκληρο το έργο του, υπάρχουν περίπου 30 χειρόγραφα καθώς και αποσπάσματα από παπύρους. Το αρχαιότερο αντίγραφο (Laurentianus 70.3) χρονολογείται περίπου 1.300 χρόνια μετά τη συγγραφή του πρωτοτύπου. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι όλα τα παλαιότερα σωζόμενα αντίγραφα έχουν βρεθεί αρκετούς αιώνες μετά τη συγγραφή των αυθεντικών.
Από την άλλη πλευρά, η Καινή Διαθήκη γράφτηκε μεταξύ 50-70 μ.Χ., όσον και αν υπάρχουν αστήρικτες αντιδράσεις από δήθεν επαΐοντες που ισχυρίζονται ότι τα Ευαγγέλια γράφτηκαν μετά τον 3ο αιώνα μ.Χ. Οι παλαιότεροι κώδικες (Σιναϊτικός, Αλεξανδρινός, Βατικανός) γράφτηκαν περίπου στο 250 μ.Χ. ήτοι λιγότερο από 200 χρόνια από τη συγγραφή των αρχικών κειμένων, κάτι εξόχως εντυπωσιακό. Τονιστέον ότι το δεύτερο πιο αξιόπιστο κείμενο, βάσει βιβλιογραφικού ελέγχου, είναι η Ιλιάδα του Ομήρου που έχει περίπου 650 κώδικες οι οποίοι είναι γραμμένοι μετά το 1.200 μ.Χ., κάτι που καταδεικνύει ότι η χρονική απόσταση συγγραφής του μνημειώδους ομηρικού έπους από τους ευρεθέντες κώδικες είναι πάνω από 1.900 έτη (!!) αφού έχει υπολογισθεί ότι η Ιλιάδα συνεγράφη περίπου στα μέσα του 8ου π.Χ. αιώνα. Επομένως, κανένα κείμενο της αρχαίας ελληνικής γραμματείας ούτε της ρωμαϊκής δεν στηρίζεται τόσο γερά σε χειρόγραφους κώδικες όπως η Καινή Διαθήκη.
O παλιός καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Στέργιος Σάκκος (1930-2012) ανέφερε μεταξύ πολλών «Τα συγγράμματα των κλασσικών Ελλήνων π.χ. σώζονται σε 1 ή 5 ή 20 χειρόγραφα. Η Καινή Διαθήκη έχει πάνω από 5.000 χειρόγραφα μόνο του πρωτοτύπου, άλλα δε τόσα περίπου των μεταφράσεων…..Τα αρχαιότερα χειρόγραφα των κλασσικών απέχουν από τον συγγραφέα τους 1.400 ή 1.500 έτη ενώ της Καινής Διαθήκης τα μεν αρχαιότερα σπαράγματα απέχουν απ’ τους συγγραφείς 40 ή 50 έτη, το αρχαιότερο ακέραιο βιβλίο 80 έτη, τα αρχαιότερα ολοκλήρου της Διαθήκης χειρόγραφα 360-380 έτη. Τα συγγράμματα των κλασσικών σπανίως σώζονται σε μία ή το πολύ δύο αρχαίες μεταφράσεις (λατινικά, αραβικά) που απέχουν 500 έως 900 έτη από τους συγγραφείς ενώ η Καινή Διαθήκη σώζεται σε πάνω από 22 αρχαίες μεταφράσεις που απέχουν από τους συγγραφείς από 70 μέχρι 900 χρόνια, ως επί το πλείστον δε από 70 μέχρι 500. Οι κώδικες των κλασσικών είναι κοινά χειρόγραφα σπανίως επιμελημένα, πολλές φορές ημικατεστραμμένα, κακογραμμένα, ανορθόγραφα, γεμάτα χάσματα. Οι κώδικες της Κ. Διαθήκης, οι μεν περισσότεροι είναι επιμελημένοι και καλλιγραφημένοι τέλεια…».
Ο Παναγιώτης Τρεμπέλας (1886-1977), θεολόγος και καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών συνοψίζει στα εξής «Αν τα Ευαγγέλια συγγράφονταν από συγγραφείς έστω και κατά 50 χρόνια μεταγενέστερους του Ιησού Χριστού, δεν θα ήταν δυνατόν να παρουσιάζουν τέτοια ακρίβεια ως προς τις λεπτομέρειες και τις πληροφορίες αυτές.» Αναφέρει, επίσης, τις πολύπλοκες και πολυσύνθετες συνθήκες ζωής στην Παλαιστίνη εκείνη την εποχή με παράδοξες και ασυνήθεις πολιτικές μεταβολές όπου η Ιουδαϊκή χώρα υπέστη δεινότατες καταστροφές απ’ τα ρωμαϊκά στρατεύματα, καταλήγοντας «Για καθένα, λοιπόν, μη αυτόπτη και σύγχρονο συγγραφέα θα παρουσιάζονταν πάρα πολλές ανοικονόμητες και ανυπέρβλητες δυσκολίες ως προς τον καθορισμό και την ονομασία των πόλεων και των τόπων, ως προς την περιγραφή των εθίμων και των εν γένει συνθηκών της τότε ζωής. Αλλά στα Ευαγγέλια ούτε μία ανακρίβεια δεν παρουσιάζεται. Όλες οι εθνογραφικές, οι γεωγραφικές, οι ιστορικές, οι χρονολογικές πληροφορίες, αν και υποβλήθηκαν σε αυστηρότατο έλεγχο βρέθηκαν πάντα ακριβείς».
Ο Γερμανός αρχαιολόγος και ερευνητής Carsten Pieter Thiede (1952-2004) αναφέρει την περίπτωση του κώδικα P46 (τα φύλλα του είναι από πάπυρο) με επιστολές του Αποστόλου Παύλου που χρονολογήθηκε γύρω στο 200 μ.Χ. Παρά ταύτα, νεότερα στοιχεία τοποθετούν τον κώδικα γύρω στα τέλη του 1ου αιώνα. Επίσης, ο Thiede μελετώντας παπύρους του Ευαγγελίου του Ματθαίου κατέληξε στο συμπέρασμα ότι είναι τουλάχιστον 100 χρόνια παλαιότεροι. Για να το πετύχει αυτό χρησιμοποίησε μεθόδους συγκριτικής παλαιογραφίας, δηλαδή μελέτησε τον ιδιαίτερο τρόπο γραφής των κειμένων και τον συνέκρινε με τη γραφή άλλων χρονολογημένων χειρογράφων διαπιστώνοντας ότι αυτός που έγραψε πάνω στους παπύρους χρησιμοποίησε έναν τύπο γραφής ορθίων ελληνικών γραμμάτων που ήταν σε κοινή χρήση στον 1ο αιώνα μ.Χ. και άρχισε να εγκαταλείπεται λίγο μετά την εποχή του Χριστού. Μάλιστα οι Times του Λονδίνου, εντυπωσιασμένοι από το επίτευγμα του Thiede, ανέφεραν ότι ο Γερμανός αρχαιολόγος είναι «ο άνθρωπος που μπορεί να αλλάξει την αντίληψή μας για τον Χριστιανισμό» εννοώντας, προφανώς, την εσφαλμένη αντίληψη της Δύσης για τον Χριστιανισμό. Επιπροσθέτως, ο κλασικός Γερμανός φιλόλογος Ulrich Victor είχε δηλώσει ότι η διαπίστωση του Thiede ανατρέπει όλο το αρνητικό θεολογικό κατεστημένο της Δύσης.
Επιπλέον, ο Josh McDowell, διεθνούς φήμης συγγραφέας, ομιλητής και απολογητής του Χριστιανισμού επισήμανε ότι η ανακάλυψη των παπύρων των πρώτων χριστιανικών χρόνων (χειρόγραφο του John Ryland του 130 μ.Χ., πάπυροι του Chester Beatty του 155 μ.Χ. και πάπυροι του Bodmer του 200 μ.Χ.) γεφύρωσε το χάσμα ανάμεσα στην εποχή του Χριστού και στα υπαρκτά μεταγενέστερα χειρόγραφα. Ένας ακόμα διάσημος μελετητής, αυθεντία στα χειρόγραφα της Νεκράς Θάλασσας, που ανακαλύφθηκαν μεταξύ 1947-1956 σε σπηλιές κοντά στο Κουμράν της Νεκράς Θάλασσας, και καθηγητής του Γέιλ, ο Millar Burrows (1889-1980) είχε αναφέρει ότι «τέτοιου είδους ευρήματα έχουν αυξήσει την εμπιστοσύνη των ειδικών στην αξιοπιστία των κειμένων της Αγίας Γραφής».
Συν τοις άλλοις, ο William Albright (1891-1971), από τους πλέον επιφανείς βιβλικούς αρχαιολόγους στον κόσμο είχε σημειώσει «Μπορούμε ήδη να πούμε εμφατικά ότι δεν υπάρχει πια καμία στέρεη βάση για να χρονολογήσουμε οποιοδήποτε βιβλίο της Καινής Διαθήκης μετά το 80 μ.Χ. δηλαδή δύο ολόκληρες γενιές πριν τη χρονολογία 130-150 που έδιναν οι πιο ριζοσπαστικοί σημερινοί (σ.σ. αναφέρεται καταδήλως πριν το 1970) κριτικοί της Καινής Διαθήκης». Επαναλαμβάνει την άποψή του αυτή σε μια συνέντευξη για το περιοδικό Christianity Today στις 18-1-1963: «Κατά τη γνώμη μου κάθε βιβλίο της Καινής Διαθήκης γράφτηκε από βαπτισμένο Ιουδαίο ανάμεσα στις δεκαετίες 40 και 80 μ.Χ., πιθανότατα μετά του 50 και του 75 μ.Χ».
Φυσικά είναι πολύ ενδιαφέρουσα η αλλαγή γνώμης του sir William Ramsay (1851-1939), ενός από τους μεγαλύτερους αρχαιολόγους της νεότερης εποχής. Αρχικώς δεχόταν την άποψη της γερμανικής ιστορικής σχολής που δίδασκε ότι το βιβλίο των Πράξεων είναι του 2ου αιώνα και υποβάθμιζε τις αναφορές πως έχει γραφτεί από τον 1ο αιώνα μ.Χ. Τελικώς, όμως, η ενδελεχής ενασχόλησή του με το θέμα τον ανάγκασε να αλλάξει θέση και να δεχτεί ότι είναι του 1ου αιώνα αφού η παράθεση πολλών και φαινομενικά ασήμαντων λεπτομερειών ήταν καταλυτική. Επιπλέον, ο John Arthur Thomas Robinson (1919-1983), επίσκοπος του Woolwich και κοσμήτορας του Trinity College στο περίφημο Πανεπιστήμιο Κέμπριτζ ανέφερε στο βιβλίο του Redating the New Testament (Χρονολογική Αναθεώρηση της Καινής Διαθήκης, 1976) ότι ολόκληρη η Καινή Διαθήκη γράφτηκε πριν από την πτώση της Ιερουσαλήμ το 70 μ.Χ.. Ένας ακόμα ειδικός για χειρόγραφα, ο Bruce Metzger (1914-2007) του Πανεπιστημίου του Princeton (Πρίνστον) ανέφερε ότι ένα πολύ γνωστό απόσπασμα από το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, που περιέχει τους στίχους 37 και 38 από το 18ο κεφάλαιο, το V52 (διεθνής κωδική ονομασία του αποσπάσματος που φυλάσσεται στη Βιβλιοθήκη John Rylands του Πανεπιστημίου του Μάντσεστερ), είναι ιδιαιτέρως σημαντικό διότι «Αν και η έκταση των στίχων που έχουν σωθεί είναι τόσο μικρή, από μια άποψη αυτό το κομματάκι του παπύρου έχει τόση αποδεικτική αξία όση θα είχε και ο πλήρης κώδικας. Όπως ο Ροβινσώνας Κρούσος, βλέποντας ένα μόνο αποτύπωμα ποδιού στην άμμο, συμπέρανε ότι ένα άλλο ανθρώπινο πλάσμα με δύο πόδια υπήρχε στο νησί, έτσι και το V52 αποδεικνύει την ύπαρξη και χρήση του Τετάρτου Ευαγγελίου σε μια μικρή επαρχιακή πόλη του Νείλου μακριά από το παραδοσιακό μέρος συγγραφής του (την Έφεσο της Μικράς Ασίας) στη διάρκεια του πρώτου μισού του 2ου αιώνα. Αν ένα αντίγραφο του Ευαγγελίου χρησιμοποιείτο στις επαρχίες της Αιγύπτου γύρω στο 125 μ.Χ, το πρωτότυπό του πρέπει να είχε γραφτεί αρκετά νωρίτερα, ίσως τουλάχιστον μια δεκαετία νωρίτερα πριν το 100 μ.Χ..» (σ.σ. δεν ήταν δυνατό να ταξιδέψει ένα κείμενο τόσο γρήγορα όπως μετά τον 15ο αιώνα και την ανάπτυξη της τυπογραφίας, πόσο μάλλον όπως στη σημερινή εποχή).
Πέρα από τα ανωτέρω υπάρχουν κάποια στοιχεία που μιλούν εκκωφαντικά υπέρ της ειλικρίνειας και της αξιοπιστίας των Ευαγγελιστών. Ο Carsten Pieter Thiede αναφέρει την Ιταλίδα Ιλάρια Ραμέλλι (γεννηθείσα το 1973), ιστορικό και καθηγήτρια σε αρκετά Πανεπιστήμια της Ευρώπης, η οποία σε ένα προσεκτικά τεκμηριωμένο άρθρο, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Aevum υποστηρίζει ότι το 1ο Ευαγγέλιο (κατά Μάρκον) ήταν γνωστό στον αυλικό και συγγραφέα Πετρώνιο ο οποίος παρουσίασε μια παρωδία κάποιων σημαντικών εδαφίων όπως την άρνηση του Πέτρου στον Ιησού, στο δημοφιλές μυθιστόρημά του «Σατιρικόν». Σημειώνεται ότι ο Πετρώνιος εξαναγκάστηκε σε αυτοκτονία το 66 μ.Χ. από τον Νέρωνα. Συνεπώς το μυθιστόρημά του πρέπει να γράφτηκε πριν το έτος αυτό το οποίο σημαίνει ότι το Ευαγγέλιο του Μάρκου θα πρέπει να ήταν αρκετά γνωστό στους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής πριν το 66 μ.Χ. ούτως ώστε να μπορεί να γίνει αντιληπτή η παρωδία του Πετρώνιου.
Σαφώς μπορεί να τεθεί εύκολα το ερώτημα πώς χάθηκαν τα πρωτότυπα Ευαγγέλια ή κάποια αντίγραφα που δημιουργήθηκαν αμέσως μετά. Η απάντηση βρίσκεται εν μέρει στους τρομερούς διωγμούς που εξαπέλυσαν κάποιοι αυτοκράτορες όπως ο Δέκιος και ο Διοκλητιανός. Αυτοί προσπάθησαν να κάψουν πολλά χριστιανικά κείμενα, πέρα από τις απεχθείς δολοφονίες μετά βασανισμών που επιφύλασσαν για τους Χριστιανούς. Μην ξεχνάμε άλλωστε ότι στην εποχή του ραδιούργου και αιμοσταγούς Διοκλητιανού θανατώθηκαν πασίγνωστοι μάρτυρες της πίστης μας όπως ο Άγιος Δημήτριος και ο Άγιος Νέστορας. Ο Διοκλητιανός πολέμησε τον Χριστιανισμό όχι μόνο από μίσος προς τη νέα θρησκεία που είχε αρχίσει να εξαπλώνεται αλλά κυρίως από ιδιοτέλεια αφού προσπαθούσε να στηρίξει το ημιθανές δωδεκάθεο λέγοντας ότι ο ίδιος είναι γιος του Δία και άρα θα έπρεπε οι στρατηγοί της Ρώμης (οι οποίοι ανεβοκατέβαζαν αυτοκράτορες κατά το δοκούν) να οφείλουν τυφλή υπακοή σε έναν «θεϊκής» καταγωγής αυτοκράτορα.
Γενικώς είναι πολύ σύνηθες να κατηγορούν οι παγανιστές και «παγανίζοντες» τους Χριστιανούς για την απώλεια πολλών κειμένων παγανιστών συγγραφέων ενώ γκρινιάζουν για τη διάσωση τόσων πολλών κειμένων Πατέρων της Εκκλησίας. Η απάντηση δίνεται από τον καθηγητή Κ. Σιαμάκη και είναι, όπως φαίνεται, αποστομωτική. Τι μας λέει λοιπόν ο καθηγητής; Πολύ απλά ότι οι ειδωλολάτρες συγγραφείς δεν καταδέχονταν τίποτα άλλο παρά την καταγραφή σε πάπυρο ο οποίος, όμως, μετά από 1-2 αιώνες έχανε τη σημασία του αφού το κείμενο ξεθώριαζε. Ως εκ τούτου στις αναγκαστικές αντιγραφές υπήρχαν πολλά λάθη αφού είχε απολεσθεί το πρωτότυπο και, φυσικά, αυτό διαιωνιζόταν. Σε αντίθεση, βεβαίως, με τους Χριστιανούς οι οποίοι χρησιμοποιούσαν περγαμηνή και σιδηρούχο μελάνη που είχαν τη δυνατότητα να διατηρούνται περισσότερα χρόνια χωρίς να ξεθωριάζει το κείμενο. Έτσι γινόταν καλύτερη και προσεκτικότερη αντιγραφή των κειμένων όχι μόνο της Καινής Διαθήκης αλλά και άλλων Πατέρων της Εκκλησίας. Και όπως οι ειδωλολάτρες συγγραφείς δεν ασχολούνταν με τα βιβλία της Καινής Διαθήκης καταγράφοντας με καταφανώς ελλιπή τρόπο μόνο τα ειδωλολατρικά κείμενα, έτσι μπορούσαν, έχοντας κάθε δικαίωμα, και οι Χριστιανοί αντιγραφείς να ασχολούνται μόνο με κείμενα της δικής τους πίστης χωρίς να είναι υποχρεωμένοι να διασώσουν παγανιστικές διδαχές.
Παρ’ όλα αυτά, οι Χριστιανοί διέσωσαν και την αρχαία ελληνική γραμματεία σε συντριπτικό ποσοστό. Αν και είναι δύσκολο να γίνει ακριβής υπολογισμός για κάτι τέτοιο, εκτιμάται ότι ένα ποσοστό της τάξεως του 70-80% της αρχαίας ελληνικής γραμματείας διασώθηκε από τους Βυζαντινούς δηλαδή από Χριστιανούς, ένα άλλο ποσοστό περίπου 10-15% μεταφέρθηκε στην Δύση μετά την άλωση της Πόλης από Βυζαντινούς και από Ευρωπαίους Χριστιανούς και, τέλος, ένα ποσοστό περίπου 10-15% σώθηκε από τους Άραβες που μετέφρασαν στη γλώσσα τους τα ελληνικά κείμενα τα οποία εν συνεχεία μεταφράστηκαν στη λατινική γλώσσα. Επομένως, πουθενά δεν βλέπουμε διάσωση αρχαίων ελληνικών κειμένων από παγανιστές-ειδωλολάτρες.
Εξαιρετικό ενδιαφέρον έχει μια παρατήρηση του καθηγητή Αλέξανδρου Τσιριντάνη (1903-1977) ο οποίος στο κατά Μάρκον Ευαγγέλιο σχολίασε το εξής εδάφιο «Καὶ πολλοὶ πλούσιοι ἔβαλλον πολλά· καὶ ἐλθοῦσα μία χήρα πτωχὴ ἔβαλε λεπτὰ δύο, ὅ ἐστι κοδράντης.». Γιατί όμως ο Ευαγγελιστής σημειώνει και τον «κοδράντη»; Σημειώνει ο αείμνηστος καθηγητής ότι ο συγγραφέας (ήτοι ο Μάρκος) αναφέρει τον κοδράντη για να γίνει πιότερο κατανοητός αφού ο κοδράντης ήταν συνηθισμένη ονομασία της εποχής (σ.σ. όπως πριν από μερικές δεκαετίες στη χώρα μας λέγοντας τάλιρο εννοούσαμε 5 δραχμές και αργότερα 5 ευρώ). Σε ποια εποχή όμως η λέξη «κοδράντης» ήταν περισσότερο κατανοητή από τα δύο λεπτά; Η απάντηση είναι από την εποχή του Καίσαρος Αυγούστου έως και την καταστροφή της Ιερουσαλήμ (70 μ.Χ.) στην οποία περιλαμβάνεται, βεβαίως, η ζωή του Ιησού Χριστού. Από μια τέτοια λεπτομέρεια προδίδεται η ειλικρίνεια των υπολογιστών. Μπορούμε να σκεφτούμε εύκολα τι θα συνέβαινε με μια τέτοια αναφορά στην εποχή μας. Π.χ. στο 2025 αν γράφαμε κείμενο για το 1990 και τις πέντε χιλιάδες (5000) δραχμές δύσκολα θα προσθέταμε ως διευκρινιστική τη λέξη «τάλιρο», κάτι που θα ήταν πολύ πιθανότερο να πράξει ένας αρθρογράφος ή συγγραφέας της δεκαετίας του 1990 όταν ήταν σε ευρεία και κοινή χρήση ο όρος «τάλιρο».
Επίσης, ο Ευαγγελιστής και μαθητής του Κυρίου Ματθαίος ήταν τελώνης στην επαγγελματική του ζωή και πολλάκις ανέφερε σχετικούς όρους και παραβολές που συναντάμε μόνο σε αυτόν. Π.χ περιγράφει στο κεφάλαιο 17, 24-27 το περιστατικό με το νόμισμα των τεσσάρων δραχμών, τον «στατήρα». Έχει, όμως, και άλλες παραβολές όπως αυτή με τους εργάτες του αμπελώνα (20, 1-16), του πονηρού δούλου (18, 23-35), τον Ιούδα και τα τριάκοντα αργύρια (27, 3-10) καθώς και τη δωροδοκία των στρατιωτών στον Κενό Τάφο Του (28, 11-15).
Αν μη τι άλλο είναι λεπτομερέστατες οι περιγραφές του Ευαγγελιστή Λουκά, που μεταδίδει το κήρυγμα του Αποστόλου Παύλου. Λέει π.χ. «Κατά το δέκατο πέμπτο έτος της αυτοκρατορίας του Τιβερίου Καίσαρα, όταν ηγεμόνας της Ιουδαίας ήταν ο Πόντιος Πιλάτος, τετράρχης της Γαλιλαίας ο Ηρώδης, τετράρχης της Ιδουμαίας και της χώρας της Τριχωνίδος ο Φίλιππος, ο αδελφός του, τετράρχης της Αβιληνής ο Λυσανίας, όταν ήταν αρχιερείς ο Άννας και ο Καϊάφας…». Φυσικά, όλοι αυτοί οι αξιωματούχοι και οι τίτλοι τους είναι επαληθευμένοι. Με λίγα λόγια, ο Λουκάς δεν κάνει λάθος αφού δεν αναφέρεται γενικώς και αορίστως σε μια εποχή αλλά σε κάτι πολύ συγκεκριμένο ήτοι το έτος 29 μ.Χ. που ήταν το 15ο έτος αυτοκρατορίας του Τιβέριου (σ.σ. ο οποίος διαδέχθηκε τον Οκταβιανό Αύγουστο που πέθανε το 14 μ.Χ. και ήταν ο αυτοκράτορας κατά τη γέννηση του Ιησού).
Οπωσδήποτε υπάρχουν πολλά ακόμα παραδείγματα που δεν είναι εύκολο να ενσωματωθούν στο παρόν άρθρο.
Εντούτοις, είναι αναγκαίο, θεωρώ, να παρατεθεί η άποψη του Will Durant (1885-1981), ιστορικού και φιλοσόφου, που ανέφερε ότι «Οι Ευαγγελιστές περιγράφουν και γεγονότα, τα οποία, εκείνοι που θέλουν να εξιδανικεύσουν μια κατάσταση, τα αποκρύπτουν! Π.χ. τον πόθο των Αποστόλων να καταλάβουν μεγάλα αξιώματα, την άρνηση του Πέτρου, το ότι ο Χριστός ονόμασε κάποτε τους μαθητές του ως ανόητους και βραδείς τη καρδία ή το περιλάλητο ρηθέν προς τον Πέτρο ‘‘ύπαγε οπίσω μου σατανά’’ όταν τον μάλωσε».
Μία ακόμα τρανταχτή απόδειξη της ειλικρίνειας των Ευαγγελιστών είναι ένα δυσνόητο χωρίο με το οποίο ξεκινά το 9ο κεφάλαιο του κατά Μάρκον Ευαγγελίου «Καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι εἰσί τινες τῶν ὧδε ἑστηκότων, οἵτινες οὐ μὴ γεύσωνται θανάτου ἕως ἂν ἴδωσι τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει.». Σε αυτό δεν είναι ξεκάθαρο τι εννοεί ο Κύριος και θα μπορούσε πολύ εύκολα ο συγγραφέας να το είχε παραλείψει ή να το διατύπωνε με πιο κατανοητό τρόπο. Όμως ο Μάρκος προτίμησε να αφήσει τη διατύπωση αυτή με την οποία προβληματίζονται οι μελετητές. Για να μην μακρηγορούμε υπερβολικά, παραθέτουμε ένα ακόμα χωρίο από τις Πράξεις (κεφ 15) όπου ο Απόστολος Παύλος διαφώνησε εντόνως με τον Απόστολο Βαρνάβα και χώρισαν οι δρόμοι τους. Θα υπήρχε λόγος να παρατεθεί ένα τέτοιο περιστατικό αν οι Πράξεις είχαν γραφτεί πολύ αργότερα ή αν ήταν κείμενο που είχε σκοπό να εξωραΐσει την πορεία των Αποστόλων; Απλώς ο Λουκάς στο βιβλίο των Πράξεων έγραψε ό,τι είχε βιώσει και δεν είχε σκοπό να παραθέσει ψευδή γεγονότα που να ωραιοποιούν καταστάσεις. Ασφαλώς υπάρχουν κι άλλα σημεία όπως η επίπληξη, που δεν ήταν βέβαια ουσιαστική διαφωνία, του Παύλου προς τον Πέτρο στην Επιστολή του Παύλου προς Γαλάτας. Μπορεί να μετανόησε ο Πέτρος αλλά η, όχι σοβαρή, «σύγκρουση» δύο κορυφαίων Αποστόλων μόνο καλή δημόσια εικόνα δεν δημιουργούσε και, ασφαλώς, σε ένα κίβδηλο βιβλίο θα μπορούσε κάλλιστα να αποφευχθεί η παράθεσή της.
Τα Ευαγγέλια δεν είναι πολύτομα και πολυσέλιδα έργα για να έχουν το περιθώριο της αναφοράς σε περιττά και ασήμαντα γεγονότα και στοιχεία. Αν είχαν γραφτεί αιώνες μετά την εποχή του Χριστού, δεν θα υπήρχε λόγος να γραφτούν τέτοια γεγονότα, κάθε άλλο παρά κολακευτικά για τους Αποστόλους. Άλλωστε δεν πρέπει να παραβλέπουμε το ότι όταν γίνονται οι παρατηρήσεις του Κυρίου προς τους μαθητές Του, δεν είχαν ακόμα λάβει την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος και, επομένως, υπήρχε δικαιολογία για τα λάθη τους και τις παραλείψεις τους.
Εν κατακλείδι έχουμε άφθονα στοιχεία στην Καινή Διαθήκη που πιστοποιούν την ειλικρίνεια των Ευαγγελιστών και την αυθεντικότητα των μαρτυριών τους. Τέτοια στοιχεία έχουν παρατεθεί σε εξαιρετικά βιβλία που έχουν δώσει πολύ σημαντική φώτιση σε όσους διαβάζουν με προσοχή τα κείμενα αυτά. Εξάλλου οι Απόστολοι και οι Ευαγγελιστές στήριξαν τα λεγόμενά τους και τα γραπτά τους με τις πράξεις τους και οι περισσότεροι πέθαναν μαρτυρικά. Θα μπορούσαν εύκολα να αρνηθούν τον Αναστάντα Κύριο και να γλιτώσουν από τα βασανιστήρια και τις διώξεις. Όμως έμειναν σταθεροί και ακλόνητοι στις διδαχές τους και την πίστη τους γιατί ο Χριστός δεν ήταν απλώς ένας μεγάλος δάσκαλος που Σταυρώθηκε αλλά ο δάσκαλός τους που Αναστήθηκε και τους έδωσε φώτιση και δύναμη για να μεταλαμπαδεύσουν τον λόγο Του σε όλα τα έθνη.
Δημήτρης Κονιδάρης
Καθηγητής Πληροφορικής
Βιβλιογραφία
- Τι είναι ο Χριστός, Μητροπολίτου Νικοπόλεως Μελετίου, Έκδοση Ιεράς Μητροπόλεως Νικοπόλεως, Πρέβεζα 2003
- Ανασκευή του Ευαγγελίου του Ιούδα, Σακλαμάρες!, Αρχιμανδρίτου Ιωάννου Κωστώφ, Εκδόσεις Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, Αθήνα 2006
- Greek Thought, Arabic Culture: The Graeco-Arabic Translation Movement in Baghdad and Early ʻAbbāsid Society (2nd-4th/8th-10th Centuries), Dimitri Gutas, Psychology Press, 1998
- Η συμβολή του Βυζαντίου στη διάσωση της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας, Κώστας Ν. Κωνσταντινίδης, Εκδόσεις Αυτοέκδοση, 1995